Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Ο Θωμά – Φάτσιος (1885-1943) γεννήθηκε και έζησε πολλά χρόνια στο Πάνω και Κάτω Καρυώτι. Επίσης έζησε και στην Παραμυθιά, όπου το Σεπτέμβρη του 1943, αφού συνελήφθη από τους Γερμανοτσάμηδες εκτελέστηκε στις 29 του ιδίου μήνα με τους Σαράντα Εννέα (49) Πρόκριτους της Παραμυθιάς.
Μαρτυρίες
– Πανάγιω Φάτσιου, κόρη του Θωμά – Φάτσιου και πρεσβυτέρα του Καρυωτίτη παπά – Γάκη Σταύρου (Σιώχου) :
… Εμείς ήμασταν τέσσερις αδερφές. Οι δυο πέθαναν και μείναμε στη ζωή εγώ, (η Πανάγιω) και η Αθηνά, η γυναίκα του Βασίλη Αντωνίου (Μήτση). Το σπίτι μας στο Πάνω Καρυώτι, ο πατέρας αφού το πούλησε στο Σωτήρη Τάχια, με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε κι έφτιαξε το μύλο στο Κάτω Καρυώτι. Ο μύλος αυτός ήταν αλευρόμυλος και ρυζόμυλος. Επίσης έφτιαξε και μαντάνια, που έκαναν τα χοντρά ρούχα. Στη συνέχεια με τα χρήματα που μάζεψε από τα χωράφια και τους μύλους αγόρασε στην Παρα-μυθιά από κάποιον Τούρκο, πιο πάνω από την σημερινή εκκλη-σιά του Άι Δονάτου, έναν μπαξέ με 300 ρίζες ελιές και μεγάλο σπίτι. Το κτήμα αργότερα το μοιράσαμε όλα τα αδέρφια, εγώ, η Αθηνά, ο Κωστάκης, ο Γιαννάκης, ο Βασίλης κι ο Γιώργος. Δίπλα από το καινούριο σπίτι μας ήταν το σπίτι του Αγάκου Πρόνιου, με το οποίο μάς χώριζε μόνο ένας δρόμος. Τον Αγάκο τον απήγαγαν κλέφτες και τον πήγαν πίσω στο Σούλι. Έλεγαν ότι τον απήγαγαν ο Μάστορας με τον Κιάμο. Ο πατέρας μου, αν και δεν ήταν μέσα σ’ αυτά τα πράγματα, τον πήγαν φυλακή στην Κέρκυρα. Αργότερα όμως έγινε δικαστήριο και τον απόλυσαν.
Ο Αγάκος πέθανε στην Παραμυθιά και τον έθαψαν πιο πέρα από το σπίτι του. Με το Μαζάρ Ντίνο είχε συγγένεια. Στο Καρυώτι δεν υπήρχε ταμπακόμυλος. Ταμπακόμυλος υπήρχε στην Παραμυ-θιά και τον είχε ο Γιάννης Μπάρμπας κάτω από το Καρκαμίσι. Τον θυμάμαι, γιατί εκεί κοντά υπήρχε μια βρύση, η βρύση του Χαύδη, κι εμείς πηγαίναμε και πλέναμε τα ρούχα.
– Η Αθηνά κόρη του Θωμα – Φάτσιου και σύζυγος του Βασίλη Αντωνίου (Μήτση) :
Ο πατέρας μου, ο Θωμά – Φάτσιος, ήταν κτίστης. Γονείς του ήταν ο Γιώργο – Φάτσιος και η Βασιλική Ρουσάκη, από τα Σιαμέτια. Αδερφό είχε το Λάμπρο – Φάτσιο. Αδερφές δεν είχε. Ζούσε στο Πάνω Καρυώτι. Στον κήπο του είχε βγάλει μεγάλο πηγάδι, που ήταν σαράντα οργιές. Το σπίτι του αργότερα το πού-λησε στο Σωτήρη Τάχια. Με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε από έναν Τούρκο του Γαρδικιού τον αλευρόμυλο στο Κάτω Καρυώτι, μαζί με το κτήμα .
Στη συνέχεια αγόρασε από έναν Τούρκο της Παραμυθιάς σπίτι διώροφο με υπόγειο, πάνω από το Καρκαμίσι, μαζί με χωράφι και τριακόσιες (300) ρίζες ελιές. Δίπλα από το σπίτι μας στην Παραμυθιά είχε το σπίτι ο Αγάκο – Πρόνιος με το οποίο μάς χώριζε μόνο ένας δρόμος. Ο Αγάκος είχε δικό του όλο τον κάμπο της Παραμυθιάς, μέχρι το Πέσιμο. Κτήματα είχε και στο Γαρδίκι. ΄Ηταν πολύ πλούσιος. Γι’ αυτό τον απήγαγαν μέσα από το σπίτι του ο Κιάμος με τον Τσίλη – Μάστορα. Εγώ τότε ήμουν μικρή. Έπαιζα με την υπηρέτριά του. Ο Αγάκος με την πρώτη γυναίκα είχε αποκτήσει δυο αγόρια, τον Κασίμ και το Γιασίμ. Το ένα έπεσε από το μπαλκόνι και σκοτώθηκε. Στη συνέχεια, μετά θάνατο της γυναίκας του, παντρεύτηκε την Τουρκάλα Γιουλιέ, που ήταν πολύ όμορφη. …
Η μάνα μου γέννησε δώδεκα (12) παιδιά, οκτώ αγόρια και τέσσερις κόρες. Από τις τέσσερις κόρες η Χρύσω και η Δημήτρω πέθαναν στη γρίπη το 1927.
Ο Γιάννης, ο αδερφός μου, ήταν σαράντα μέρες (40) μέρες παντρεμένος με τη Δημήτρω του Γρηγόρη Ντρίμτζια από το Λευ-τροχώρι. Αρρώστησε. ΄Ηταν Μάης μήνας. Εμείς κόβαμε τα χορτάρια στον κήπο. Η μάνα μου έφερε το γιατρό από την Παραμυθιά. Ο γιατρός τον εξέτασε.
– Τι έχει το παιδί γιατρέ; τον ρώτησε η μάνα.
– Κρύωμα, της απάντησε. Να του βάλεις ζεστό στο αυτί.
Η μάνα έβαλε ζεστή στάχτη σε ένα μαντίλι και την ακούμπησε στο αυτί του. Ο Γιάννης όμως δεν καλυτέρευσε. ΄Υστερα έφεραν γιατρό από τα Γιάννενα, αλλά δεν τον πρόλαβε στη ζωή. …
Η σύλληψη και η εκτέλεση του πατέρα
Το βράδυ στις είκοσι έξι (26) Σεπτέμβρη του 1943 ο πατέρας ήταν άρρωστος στο κρεβάτι. Είχε πυρετό 39 βαθμούς. Ένας Τούρκος και ένας Γερμανός στρατιώτης χτύπησαν δυνατά την πόρτα του σπιτιού μας.
Μόλις ανοίξαμε την πόρτα, ζήτησαν τον πατέρα.
– Ο άνδρας μου είναι άρρωστος, τους είπε η μάνα.
– Πάμε να φύγουμε, λέει ο Γερμανός.
– Όχι, του λέει ο Τούρκος, θα τον πάρουμε.
Ο πατέρας, αφού ντύθηκε σιγά σιγά, τους ακολούθησε και τον πήγαν στο Δημοτικό Σχολείο, όπου εκεί τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο μαζί με πολλούς άλλους Παραμυθιώτες.
Την άλλη μέρα εμείς του πήγαμε ψωμί και φαγητό. Οι Τούρκοι, που ήταν στην αυλή οπλισμένοι και τους φύλαγαν, δεν μας άφησαν να τον δούμε. Πήραν το ψωμί και το φαγητό και τα έφα-γαν οι ίδιοι.
Μετά από τρεις μέρες, αφού τον εκτέλεσαν μαζί με τους άλλους Σαράντα Εννέα (49), οι Τούρκοι δεν μας άφηναν να βγούμε από το σπίτι μας. Μας έλεγαν ότι αν βγούμε, θα μας σκοτώσουν. Νίλα, νίλα. Καλύτερα να μην αναγορεύεις αυτή την εποχή…
΄Υστερα από τρία χρόνια, τους Σαράντα Εννιά (49) τους ξέθαψαν και τα κόκαλά τους, αφού τα έβαλαν σε φέρετρα τα έθαψαν και πάλι στο ίδιο μέρος.
– Κίτσιο – Κοντός (ό. α.) :
Τους μύλους στη Χούβιανη πρωτοέφτιαξαν οι αγάδες της Παρα-μυθιάς. Απ’ αυτούς αγόρασε τους δυο πλησιέστερους προς την πηγή της Χούβιανης ο Δημήτρης Βαγγέλης. Στη συνέχεια τον πρώτο τον πούλησε στα αδέρφια Πάνο και Κοσμά Ευαγγέλου, από το Σεβαστό. που τα είχε ξαδέρφια, ενώ τον άλλο τον κράτησε ο ίδιος. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν και οι μύλοι του Τσίλη – Πατσούρα και του Θωμά – Φάτσιου.
Ο Θωμά – Φάτσιος ήταν φτωχός. Για να ζήσει την οικογένειά του έκανε καμίνια στο χωριό. Έβγαζε ασβέστη, την οποία ο κόσμος αγόραζε, για να κτίσει σπίτια. Στο Πάνω Καρυώτι η μάνα του, η Γιώργο – Φάτσιαινα, είχε ένα μικρό σπίτι, το οποίο πούλησε στο Σωτήρη – Τάχια, όταν αγόρασε το μύλο από τον Τούρκο Αβδουλά.
Στη συνέχεια έφτιαξε στο μύλο τα μαϊντάνια και το ρυζόμυλο, στον οποίο έφερναν από το Φανάρι το τσιλτίκι και το έπαιρναν καθαρό ρύζι. …
Ο Θωμά – Φάτσιος είχε πολλά παιδιά. Ένα μάλιστα αγόρι του πνίγηκε σε μικρή ηλικία μέσα στο πηγάδι, που είχε στο πάνω Καρυώτι. Πνίγηκε την ώρα που πότιζε τον κήπο.
Στη συνέχεια ο Θωμά – Φάτσιος αγόρασε το σπίτι του χότζα της Παραμυθιάς, πάνω από το Καρκαμίσι μαζί με όλα τα στρέμματα και τις ελιές.
Στον Πρόκριτο Θωμά Φάτσιο
Νύχτα στην Παραμυθιά, μαύρο, πυκνό σκοτάδι,
τ’ αστέρια έσβησαν το φως, καίει θαμπά το λάδι.
Δύο άνδρες πλησιάζουν με γερμανική στολή,
την εξώπορτα βροντάνε, κρένουν στην ελληνική.
– Θωμά, Θωμά, ο αρχηγός σε θέλει στο Σχολείο.
– Είναι άρρωστος στο στρώμα, δεν μπορεί να σηκωθεί,
έχει θέρμες, που τον καίνε και καρδιά που τον πονεί.
Αύριο, σαν ξημερώσει, αν μπορεί να σηκωθεί,
μόνος θά ’ρθει στο Σχολείο, το μεγάλο σας να δει.
– Όχι, άγρια φωνάζουν, έχουμε τη Διαταγή,
που ξεκάθαρα το γράφει, άμεσα να προσαχθεί.
Του φοράνε τα καλά του, έξω τάφου ησυχία,
βλέπει όραμα μπροστά του τα Ηλύσια Πεδία.
Τρέχει πίσω του η Ρούσιω με τα φάρμακα στο χέρι,
του τα δίνει και του λέει, μην ξεχάσει να τα παίρει.
Tον ρωτούν για τους αντάρτες, πώς περνούνε στα βουνά,
ποιος τους πάει, όπλα, σφαίρες, τρόφιμα και γιατρικά;
Ποιος τις λίρες ξαργυρώνει, στα κρυφά στα μαγαζιά,
ποιος τους λέει τι συμβαίνει στη γερμανική στρατιά;
Τον ρωτούνε για τους έξι, που σκοτώσαν στην Τρωάδα,
για το Σπύρο που φυλάει τη διάβαση στη Σκάλα.
Στο Σχολείο τον εκλείνουν, ψείρες, ψύλλοι και κοριοί
πίνουν αίμα και χορεύουν στο ψιλό του το κορμί.
Το πρωί κατά τις πέντε, πριν ξυπνήσουν τα πουλιά,
τους Σαράντα Εννιά πηγαίνουν σαν αρνιά την Πασχαλιά.
Πρώτος ο παπά – Βαγγέλης κι όλοι οι άλλοι στη γραμμή
κατεβαίνουνε το δρόμο, που δεν έχ’ επιστροφή.
Δίπλα τους φρουροί γορίλες με το χέρι στη σκανδάλη,
τους φυλάνε σαν οι σκύλοι, που φυλάνε το κοπάδι.
Τους χωρίζουνε στα δύο, έναν, έναν κυκλικά,
κι ο παπά – Βαγγέλης ψέλνει, τον Άμωμο στα δυνατά.
Κροταλίζει το κανόνι, θρήνος στην Παραμυθιά,
κλαιν οι μάνες, κλαιν οι κόρες, κλαιν τ’ ανήλικα παιδιά.
Άφησες πίσω σου Θωμά γυναίκα με πολλά παιδιά,
την Παραμυθιά στα μαύρα και αντάρτες στα βουνά.
Κι αν περάσουνε τα χρόνια κι αν αλλάξουν οι καιροί,
οι Σαράντα Εννιά θα είναι το φανάρι στη ζωή,
που θα φέγγει στο σκοτάδι και στο φως θα οδηγεί.
( Από το ανέκδοτο βιβλίο του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
« Το Καργιώτι της Θεσπρωτίας », σελ. 91 – 95 )