Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Ο Χαρίσης Παπαφώτης (1919- 2010) είναι γιος του Ευάγγελου Παπαφώτη και της Γιαννούλας Σιώχου. Γεννήθηκε και απεβίωσε στη Βέλλιανη. Επειδή η μάνα του καταγόταν από το Καρυώτι και ήταν χήρα όταν παντρεύτηκε τον πατέρα του, είναι αλάδερφος με τον Καρυωτίτη παπα – Σιώχο (Σταύρου), αλλά και με το Βελλιανίτη παπα – Γάκη (Παπαφώτη). Τα πρώτα γράμματα, έως την Τρίτη δημοτικού, τα έμαθε στη Βέλλιανη. Στη συνέχεια, επειδή εγκαταστάθηκε στη γιαγιά του στο Καρυώτι, αποφοίτησε από το εκεί δημοτικό σχολείο και από τη γεωπονική Σχολή της Παραμυθιάς και της ομώνυμης του Γεωργίου Σταύρου (Ιωάννινα). Για μικρό χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του φωτογράφου και, στη συνέχεια έγινε εργολάβος, εκτελώντας διάφορα δημόσια έργα σε πολλές κοινότητες της Θεσπρωτίας. Υπήρξε ενεργό μέλος του Συλλόγου Αναπήρων και Θυμάτων του Β΄. παγκοσμίου πολέμου του Νομού Θεσπρωτίας. Παντρεύτηκε τη Χρύσω Νικολάου Σακαρέλη (1928- 2000), από το Πόποβο της Παραμυθιάς. Μαζί της απόκτησε το Νίκο, σπούδασε πληροφορική στην Ελβετία, και τον Κώστα, διακεκριμένο γενικό χειρουργό, με καριέρα πολλών χρόνων στη Γερμανία. Σήμερα και οι δυο τους ασκούν με επιτυχία το επάγγελμά τους στην Αθήνα.
Στις αρχές του Ελληνοϊταλικού πολέμου (23.Νοεμβρίου 1940) ο Χαρίσης Παπαφώτης τραυματίστηκε στα δυο πόδια. Για τον τραυματισμό του, την 30η Ιουλίου του 1995, αφηγείται :
« Εγώ κι ο Φωτη – Παπαφώτης (θείος μου) πήγαμε φαντάροι στις τρεις Μαρτίου του 1940, κανονικά όπως πήγαινε η κλάση μας. Ο παππούς μας ο Βασίλης Φωτίου Παπαφώτης είχε γνωστό κάποιο στρατολόγο και μπορούσαμε να πάρουμε αναβολή.
– Να τους δώσω αναβολή μπαρμπα – Βασίλη; τού είπε.
– ΄Ο,τι θέλεις κάνε.
Εμείς θέλαμε να υπηρετήσουμε την πατρίδα. Δεν ξέραμε ότι το άλλο πρωί θα ερχόταν ο πόλεμος. Και πράγματι τον Οκτώβριο του 1940 άρχισε ο μεγάλος πόλεμος κι εμείς ήμασταν τότε κληρωτοί. Εγώ υπηρετούσα στα Γιάννενα στο λόχο βαθμοφόρων. Μόλις τον Αύγουστο βγήκα δεκανέας, με επέλεξαν μαζί με άλλους τρεις (3) και μάς μετέθεσαν στο Κιλκίς, για να ειδικευτούμε στην ειδικότητα των ανιχνευτών. Εκεί, όταν με ενέταξαν στο ιππικό κι είδα τα άλογα, φοβήθηκα να ανεβώ καβάλα. Μετά όμως από λίγες μέρες, που τους πήρα τον αέρα, ξέσπασε ο πόλεμος, ο πόλεμος της 28ης Οκτωβρίου 1940. Με την κήρυξή του επανήλθα στη μονάδα μου στα Γιάννενα και τότε ήταν που έζησα το συναγερμό και τους μεγάλους βομ-βαρδισμούς. Οι Γιαννιώτες τις μέρες εκείνες υπέφεραν πολύ. Εμένα με τοποθέτησαν στο λόχο Διοικήσεως του 15ου Συντάγματος, ο οποίος είχε και μια μονάδα με σαράντα (40) άλογα για τις ειδικότητες των αγγελιοφόρων και των ανιχνευτών. Από τα Γιάννενα εμάς τους ανιχνευτές μάς πήγαν στα Σουδενά και στη συνέχεια στις Ποντικάτες. Εκεί στα Σουδενά συνέβηκε κάτι το πολύ λυπηρό. Έγινε βομβαρδισμός κι ένα ιταλικό αεροπλάνο έριξε μια οβίδα ακριβώς πάνω σ’ ένα δικό μας φαντάρο, τον οποίο διέλυσε εντελώς. Εμείς αργότερα του βρήκαμε μόνο μια αρβύλα κι ένα μικρό κομμάτι από το κορμί του.
Στις 23 Νοεμβρίου, που είχαμε γυρίσει από κάποια μάχη κι ο διοικητής μας είχε πάει πιο πέρα από την Κακαβιά σ’ ένα βουνό κοντά στο Μουράτο, πλησιάσαμε πολύ τον εχθρό. Την ημερομηνία 23 Νοεμβρίου τη θυμάμαι, γιατί υπάρχει ειδικός λόγος. Οι Ιταλοί όλη μέρα μάς κατασκόπευαν και, μόλις σουρούπωσε, άρχισαν να μάς βαράνε με το βαρύ πυροβολικό. Σαράντα (40) πυροβόλα βάζανε ασταμάτητα στον ίδιο στόχο. Στο ύψωμα αυτό ήμασταν συνολικά διακόσιοι πενήντα (250) άντρες κι εμείς οι ανιχνευτές ετοιμαζόμασταν να πάμε να ποτίσουμε κάτω στο ποτάμι τα τριάντα πέντε (35) άλογα, που είχαμε μαζί μας. Παπ, παπ κι έπεσαν καμιά δεκαριά βόμβες αραιά κι όχι πολύ μακριά από εμάς. Εμείς δε δώσαμε σημασία, γιατί κάτι τέτοια τα είχαμε ψωμοτύρι από άλλες μάχες γρηγορότερα. Στη συνέχεια όμως έπεσαν μερικές βόμβες στο ύψωμα από τις οποίες άλλες ήταν αργοφλεγείς κι άλλες βραχυφλεγείς. Μετά από λίγο, πέσανε δυο (2) πολύ κοντά μας. Εμείς παρατήσαμε τα άλογα κι όπου φύγει, φύγει. Ο καθένας μας έπιασε ένα δέντρο και λάγιασε. Ύστερα άρχισαν πάλι να πέφτουν συνέχεια βόμβες στο ύψωμα. Δώδεκα (12) αξιωματικοί ήταν μαζί με το Διοικητή και κανένας τους δεν έπαθε τίποτε, γιατί όλοι τους ήξεραν το απυρόβλητο. Έπεφταν οι βόμβες κοντά τους κι έφευγαν. Εκείνο το βράδυ σκοτώθηκε κι ένας νεαρός γιατρός από την Άρτα. Έξαρχος ήταν το όνομά του. Επίσης τραυματίστηκε θανάσιμα κι ο Τάκης Φίλης[1] από την Παραμυθιά. Αυτός, όταν παρουσιάστηκε στο στρατό, ήταν βοηθητικός και, ενώ ο στρατολόγος του είπε να φύγει, δεν έφυγε.
– Όχι, του απάντησε, θέλω να πάω να υπηρετήσω την πατρίδα.
Κι όταν τραυματίστηκε σοβαρά στην κοιλιά, άρχισε να φωνάζει και να λέει γιατί τον έφεραν στον πόλεμο.
Το πυροβολικό των Ιταλών συνέχισε να χτυπάει χωρίς σταμάτημα. Ένα βλήμα σκάει δίπλα μου και τραυματίζομαι. Ήταν ακριβώς σούρουπο. Τα χιόνια από μέρες είχαν σκεπάσει τις πλαγιές. Το βλήμα με βρήκε στο δεξί πόδι κάτω από το γόνατο και η αρβύλα μου άρχισε να γεμίζει με αίμα. Σηκώθηκα, γιατί από το χτύπημα είχα πέσει καταγής, αλλά δεν μπορούσα να περπατήσω και σερνόμενος κάτω από δυνατούς πόνους, έπιασα ένα λόζιο, που βρέθηκε εκεί. Ταυτόχρονα την ίδια στιγμή τραυματίζεται κι ο μάγειρας του λόχου κι άρχισε να ουρλιάζει, γιατί το βλήμα τού έκοψε το χέρι.
– Πάψε, τού λέω. Τι φωνάζεις; Τέτοια ώρα ποιος θα σε κοιτάξει;
Μετά από μια ώρα περίπου, κι ενώ το αίμα που έβγαινε από την πληγή μου είχε καλύψει κι όλο το εξωτερικό της αρβύλας και από το δυνατό κρύο είχε παγώσει, ήρθε ένα άλλο βλήμα, που έσκασε λίγο πιο πέρα από το μέρος που ήμουνα ξαπλωμένος και με βρήκε στο άλλο πόδι, το αριστερό. Το τραύμα τώρα δεν ήταν μεγάλο, αλλά οι πόνοι ήταν αβάστακτοι. Εκεί έχω σήμερα και την αναπηρία. Το μεγάλο δάκτυλο έχει πάθει αγκύλωση. Στο άλλο πόδι είχα ουλές στο πλευρό σε βάθος πέντε (5) εκ. και μήκος δέκα (10) εκ.
Το βράδυ της 23ης Νοεμβρίου του 1940, που εγώ τραυματίστηκα δυο φορές, είχαμε δώδεκα (12) νεκρούς και τριανταπέντε (35) τραυματίες. Kαι, όταν σταμάτησε το ιταλικό πυροβολικό, εμένα, τον Ανθυπίλαρχο και άλλους τέσσερις στρατιώτες, μέσα στους οποίους ήταν και ο Βαγγέλης Χόβολος από την Παραμυθιά, μάς έβαλαν τον καθένα πάνω σε κουβέρτα και σβάρα μάς κατέβασαν κάτω στο ποτάμι, στο ίσιο. Εδώ έδεσαν τα τραύματα μόνο στον Τάκη Φίλη και σε άλλους τρεις (3), ενώ εμένα κι άλλους πέντε (5) μάς έβαλαν ξάπλα πάνω σε φορεία. Οι άλλοι τραυματίες έφυγαν. Την ημέρα αυτή είχαν παρουσιαστεί στο λόχο μας και τρεις (3) Αλβανοί, οι οποίοι είχαν μαζί τους και τέσσερις (4) Ιταλούς αιχμαλώτους. Μόλις μάς πλησίασαν φώναξαν :
– Τώρα που είδαμε ελληνικό έδαφος, ας σκοτωθούμε.
Και κακή τους τύχη και οι τρεις (3) σκοτώθηκαν.
Αργότερα τη νύχτα, ήρθε ένα αμάξι. Μάς έβαλαν πάνω και αναχωρήσαμε για τα Γιάννενα. Μετά από λίγο, όταν το πυροβολικό άρχισε και πάλι να χτυπάει αραιά, ο οδηγός του μάς εγκατέλειψε και τρέχοντας κρύφτηκε κάτω από μια γέφυρα. Ύστερα από κάμποση ώρα, αφού επέστρεψε, το αυτοκίνητο, ξεκίνησε με μισοαναμμένα φώτα και σε κάποιο σημείο του δρόμου τού ξέφυγε από την πορεία. Ύστερα, αφού κατέβηκε κάτω μάς φώναξε :
– Όποιος θέλει να γλιτώσει, να κατεβεί γρήγορα, γιατί το αμάξι πάει στη χαράδρα.
Εμείς ήμασταν στα φορεία ξαπλωμένοι και δεμένοι. Πώς να κατεβούμε; Τέλος πάντων, κουτσά στραβά και βοηθώντας ο ένας τον άλλο, κατε-βήκαμε όλοι. Έξω έκανε πολύ κρύο. Οι πληγές μου με έτσουζαν φοβερά. Αργότερα ήρθε άλλο αμάξι, μάς πήρε και μάς μετέφερε έξω από τα Γιάννενα, όπου ήταν το πρώτο ορεινό χειρουργείο. Μόλις μπήκα μέσα, πήρα μια ανάσα από το δυνατό κρύο κι αμέσως με έβαλαν σε έναν πάγκο και με το ψαλίδι μού έκοψαν πρώτα κυκλικά την κιλότα (είδος στρατιωτικού παντελονιού), πάνω από το γόνατο κι ύστερα γραμμή προς τα κάτω και μαζί μού έβγαλαν τις αρβύλες και τις κάλτσες.
– Εσύ την έβγαλες καθαρή, μού είπε ο γιατρός.
Μετά μού έδεσαν τα τραύματα και μού έδωσαν γάλα και ζεστάθηκα λίγο.
Από το ορεινό νοσοκομείο μάς έφεραν στα Γιάννενα και μάς μοίρασαν στα διάφορα νοσοκομεία. Εδώ οι τραυματίες έμεναν τέσσερις ή πέντε μέρες και στη συνέχεια τους διακόμιζαν στην Άρτα, στο Αιτωλικό και στην Πρέβεζα. Εμένα με κράτησαν στα Γιάννενα, γιατί το δεξί μου πόδι είχε πάθει μεγάλη ζημιά. Αν δε με παρακολουθούσε καθημερινά ένας γιατρός, τον οποίο, αν και ήταν καθηγητής, τον είχαν απλό στρατιώτη και χωρίς γαλόνια, θα το είχα χάσει, γιατί παρά λίγο να πάθει μόλυνση. Έβλεπα εκεί στο χειρουργείο τους γιατρούς που κάθε μέρα έκοβαν πόδια και χέρια, χωρίς να ξέρω, αν έπρεπε να τα κόψουν. Πάντως είχε κυκλοφορήσει μια φήμη, την οποία εγώ δεν πιστεύω, ότι όλα αυτά τα έκαναν για προπαγάνδα, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν και κρυοπαγήματα. Εμένα με πήγαν δυο φορές στο χειρουργείο και μου έβγαλαν το βλήμα από το δεξί πόδι, ενώ εγώ πονούσα πολύ στο αριστερό.
– Το δεξί πόδι, μού είπε ο γιατρός, έχει μεν ουλές, αλλά δεν έχει κάτι το σοβαρό. Στο αριστερό όμως έχει πάθει το νεύρο αγκύλωση, γι’ αυτό και έχεις μεγάλους πόνους.
Στα Γιάννενα έμεινα δυόμισι μήνες – ίσως γι’ αυτό και γλίτωσα το πόδι – και μετά διακομίστηκα στο νοσοκομείο της Άρτας και στη συνέχεια στο τρίτο γαλλικό νοσοκομείο των Αμπελοκήπων της Αθήνας (σ.σ. Το νοσοκομείο αυτό, το 1945 μετονομάστηκε σε 401 Στρατιωτικό Νοσο-κομείο). Εδώ παρέμεινα αρκετό διάστημα, κι όταν συνήλθα κάπως, μού έδωσαν άδεια δύο μηνών. Ήλθα στο χωριό και τότε είδα για πρώτη φορά τους Εγγλέζους και τα πολλά αεροπλάνα που είχαν στο αεροδρόμιο της Βέλλιανης. Αν εγώ σου πω ότι οι Άγγλοι εδώ είχαν ογδόντα αεροπλάνα, εσύ να πεις εκατόν πενήντα. Ο παππούς μου, ο Βασίλης (Παπαφώτης) ανακατευόταν με αυτούς. Μάλιστα είχε και πολλούς γνωστούς και φίλους, οι οποίοι έρχονταν τακτικά στο σπίτι μας. Μέσα σ’ αυτούς ήταν κι ένας γιατρός, που ήξερε αρχαία ελληνικά. Κι ένας άλλος, που έλεγε:
– Εγώ ομιλώ την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν .
Εμείς τους θαυμάζαμε και λέγαμε :
– Αυτοί ξέρουν αρχαία ελληνικά κι εμείς δεν ξέρουμε ούτε αρβανίτικα .
Μια μέρα προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο ένα αεροπλάνο και μετά από λίγο, βγήκαν στο Μπουτάρι (πάνω από το Καναλάκι)τέσσερα μεγάλα στούκας των Γερμανών, τα οποία έκαναν μερικές βόλτες πάνω από το χωριό κι έριξαν και πεντέξι βόμβες. Την ώρα αυτή ήλθε ένα αυτοκίνητο. Κατέβηκαν τέσσερις ή πέντε και τρέχοντας χώθηκαν στις λεύκες τις δικές μας. Τότε είπαν ότι ήλθε κάποιος μεγάλος, χωρίς να πουν ποιος. Και το εγγλέζικο αυτοκίνητο μετά από λίγες ώρες έφυγε πάλι προς το αεροδρόμιο. Εμείς την άλλη μέρα μάθαμε ότι ο μεγάλος αυτός, ήταν ο βασιλιάς της Σερβίας, ο Πέτρος, τον οποίο κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Και οι Άγγλοι, που τον προ-στάτευαν, τον έκρυψαν σ’ εμάς, γιατί ήξεραν τα κατατόπια.
Ο αδελφός μου ο Νικόλας είχε μάθει καλά τα ιταλικά, και, όταν οι Ιταλοί έπιασαν το Γάκη τον αδελφό μας (αργότερα παπα – Γάκη) και τον πατέρα μας, που τον έδεσαν σε τηλεφωνικό στύλο έξω από το σχολείο της Άνω Βέλλιανης και στη συνέχεια τον έδειραν και τού έβαλαν αλάτι στο στόμα, άναψε από τα νεύρα. Πήρε το ντουφέκι και πήγε να τους σκοτώσει.
– Τι πας να κάνεις; τού λέω. Θα σκοτώσεις δυο, τρεις, πέντε. Οι άλλοι τι θα κάνουν μετά;
Έτσι τον συγκράτησα, δεν πήγε και γλίτωσε και το χωριό μας. Οι Ιταλοί τα έκαναν όλα αυτά, επειδή ήθελαν να μαζέψουν τα όπλα από τους χωριανούς και συγκέντρωσαν μερικά, γιατί κάποιος με ένα μπάτσο φοβήθηκε και τα μαρτύρησε. Εγώ εκείνη την ημέρα παρουσιάστηκα στους Ιταλούς και τους είπα ότι είμαι τραυματίας από τον πόλεμο. Αυτοί έδειξαν μεγάλο σεβασμό και, όταν τους μίλησα για τον πατέρα, με άκουσαν με προσοχή και, δεν ξέρω αν αυτό συνετέλεσε, το απόγεμα τον άφησαν ελεύθερο. Τον είχαν δεμένο από τις έντεκα το πρωί.
Επειδή η Ελλάδα είχε κυριευτεί από τους Γερμανούς και ο στρατός της είχε διαλυθεί, εγώ παρουσιάστηκα στην Εθνική Αντίσταση, όπου και έλαβα μέρος σε πολλές μάχες, όπως και στη μεγάλη μάχη της Μενίνας. Στα πόδια μου, αν και τότε μού έχουν αφαιρέσει σχεδόν όλα τα βλήματα, προχτές Πέμπτη, 28.7.1995, έκανα μια εξέταση κι ο γιατρός μού βρήκε έντεκα σκάγια στο δεξί κυρίως πόδι. Βέβαια υπήρχαν και στο αριστερό, αλλά λιγότερα. Και, για τον τραυματισμό αυτόν παίρνω σήμερα μια μικρή, πολύ μικρή αναπηρική σύνταξη… » .
[1] . Βλ. Β.Κραψίτη « Το ημερολόγιό μου 1939 – 1940 », Αθήνα 1991, σελ. 18.