Site icon paramythianews

Ο καπνός – το λαθραίο στην περιφέρεια της Παραμυθιάς

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Ο καπνός  –  το λαθραίο στην περιφέρεια της Παραμυθιάς

Το κόψιμο του λαθραίου
 Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο

Η καλλιέργεια του καπνού, τα φύλλα του οποίου μετά από κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τσιγάρων, ταμπάκου και άλλων προϊόντων, έφθασε στην Ελλάδα στις αρχές του 17ου αιώνα (1600 μ. Χ.). Για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε στην Ξάνθη και στη συνέχεια σε όλη τη Μακεδονία.  

Λαθραίο ονόμαζαν παλιότερα, τον καπνό, που πουλούσαν στη μαύρη (αφορολόγητο). Τον καπνό αυτόν σε ξηραμένα και ολίγον νωπά φύλλα, αφού μετέφεραν μέσα σε σακιά  και εν καιρώ νυκτός  ορισμένοι άνδρες με το υποζύγιό τους, άλογο ή μουλάρι από τις περιοχές των Ιωαννίνων, πουλούσαν σε καπνιστές των χωριών της Επαρχίας Παραμυθιάς.  Στη Βέλλιανη, σχεδόν όλοι όσοι κάπνιζαν, αγόραζαν το λαθραίο από τον Τόλη Κόκκορη με καταγωγή από τον ΄Αι Νικόλα της Παραμυθιάς. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας μου, ο Αναστάσιος Μπίκας, κτίστης στο επάγγελμα και δεινός καπνιστής. Τύλιγε  τον καπνό με την εφημερίδα Ακρόπολη και, αφού τον έβαζε μέσα σε ένα υφαντό σακούλι, τον έκρυβε στις δίπλες  χασιάς του γίκου. Τον έκρυβε, γιατί κάποια Κυριακή ήρθαν στο χωριό  χωροφύλακες της Παραμυθιάς και ρώτησαν, αν πέρασε από εκεί ο Τολη – Κόκκορης. ΄Ολοι οι χωριανοί απάντησαν αρνητικά, αν και ο Τ.Κ. είχε περάσει. Γιατί, αν τον πρόδιδαν και τον συλλάμβαναν, θα τον οδηγούσαν  στο δικαστήριο, το οποίο θα τον κατά-δίκασε και μάλιστα  όχι σε ευκαταφρόνιτη χρηματική ποινή.

Ο πατέρας κάθε βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι  από το μαστραλίκι,  τρόχιζε καλά την κολοκωτρόνα σουγιά, έπαιρνε την ειδική μικρή σανίδα και ψιλόκοβε σιγά και πολύ προσεκτικά τα φύλλα του καπνού. ΄Υστερα,  αφού τον κομμένο καπνό τον έβαζε μέσα στη ταμπακιέρα, τον έκανε την άλλη ημέρα τσιγάρα με ειδικό τσιγαρόχαρτο.

Στα χρόνια, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η επιβίωση στην περιοχή της Παραμυθιάς ήταν δύσκολη, πολύ δύσκολη. Εργασίες για να δουλέψουν δεν υπήρχαν. Η γη, κι αν την καλλιεργούσαν, απέδιδε τα ελάχιστα. Γι’ αυτό οι άντρες μετανάστευσαν, άλλοι  στο εσωτερικό της Ελλάδας και άλλοι στην Αμερική, Αυστραλία, Ελβετία, Βέλγιο και Γερμανία. Στη Γερμανία μετανάστευσαν και κοπέλες, ευρισκόμενες στο άνθος της ηλικίας τους, γεγονός, που την εποχή εκείνη είχε προκαλέσει ποικίλα αρνητικά σχόλια. ( Βλέπ. : Σπύρου Γ. Μουσελίμη : « Του χωριού και της στάνης », Γιάννινα 1966, σελ. 5 (Το ξόδι της Φωτούλας ) ) .

Ο Βελλιανίτης Πετρο – Μπίκας

Ο Βελλιανίτης Πετρο – Μπίκας, αφού μετέβη στην Αθήνα και δεν βρήκε εργασία, πουλούσε κουλούρια, για να εξοικονομεί τα προς το ζην. Και πολλές φορές, όταν η πώληση δεν πήγαινε καλά, σαν έβλεπε μητέ-ρες με μικρά παιδιά, προσεκτικά τα τσιμπούσε και, αφού αρχίζανε το κλάψιμο, στη συνέχεια πλησίαζε τις μητέρες, λέγοντας  :

–      Πεινάνε καλέ. Πάρτε τους κανένα κουλούρι, για να σωπάσουν.

Και οι μητέρες, για να μην ακούν το κλάμα των παιδιών τους, αγόραζαν κουλούρια. Κι ο Πέτρος; ο Πέτρος, αφού επέστρεψε στο χωριό, στη συνέχεια μετανάστευσε οικογενειακώς στην Αυστραλία, όπου και απεβίωσε.

Ο Τσάμικος ταμπάκος

Η ονομασία Τσάμικος ταμπάκος προήλθε από τον  καπνό – μετά από ειδική επεξεργασία – που καλλιεργούνταν στην γεωγραφική περιοχή της Θεσπρωτίας την Τσαμουριά, στην οποία ανήκει και το λεκανοπέδιο της Παραμυθιάς.

Σχετικά με τον ταμπάκο της Τσαμουριάς,  ο Κων. Φαλτάιτς[1] στην εργασία του  « Οι πλανόδιοι Ηπειρώται τεχνίται και η εθνική μας υπόθεση », Αθήναι 1928, σελ. 11, αναφέρει  :

      «  … Δύο τέτοια ταξίδια έκανε το χρόνο ο Ρόβας με το καραβάνι του. Ο ταμπάκος τον οποίο μετέφερε ήταν  ο γνωστός τσάμικος, κατά-σκευαζόμενος εις την Τσαμουριά, την Πάργα, το Φιλιάτι, το Βροχονά[2] και το Μαργαρίτι, όπου ήταν ειδικοί μύλοι. Ο τσάμικος ταμπάκος, μοναδικός εις τον κόσμο, έφθανε μέχρι της Κωνστα-ντινουπόλεως και Μέκκας. Συγκεντρώνετο εις τα Ιωάννινα, τα οποία ήταν η κυριωτέρα αγορά ταμπάκου της Βαλκανικής. Από κει κατέ-κλυζε με τα καραβάνια τον κόσμο … »

Οι ταμπακόμυλοι στην περιοχή της Παραμυθιάς

Ταμπακόμυλοι στην περιοχή πλησίον της Παραμυθιάς υπήρχαν στο Λιμπόνι (παλιά Σιαμέτια),   στη Βέλλιανη, στη Σέλλιανη,  ίσως κι αλλού. Η ύπαρξή τους μαρτυρεί ότι εδώ, αλλά και στη γύρω περιοχή, καλ-λιεργούσαν καπνό.

Ο ταμπακόμυλος της Βέλλιανης βρισκόταν στην τοποθεσία Παλιόμυλο ή Πλατανο του Μύλου και λειτουργούσε με το  νερό, που συγκέντρωνε, κυρίως κατά την εποχή των πολλών βροχών, ο λάκκος του Γραβιά και στις άλλες εποχές με το νερό του λάκκου της Γαλατσίδας.

Η απαγόρευση της καλλιέργειας του καπνού στη Θεσπρωτία

Πότε απαγόρευσαν την καλλιέργεια του καπνού στη Θεσπρωτία δεν μπορούμε με βεβαιότητα να το καθορίσουμε.

Σύμφωνα όμως με το έτος έκδοσης της εργασίας του Φαλτάιτς 1928 (βλ.π.π. « Οι πλανόδιοι Ηπειρώται τεχνίται και η εθνική μας υπόθεση »), η απαγόρευση της καλλιέργειάς του, μάλλον,  έγινε μετά το 1928 και πριν από το 1936, έτος ίδρυσης του Νομού Θεσπρωτίας. Ανεξάρτητα δε από το έτος απαγόρευσης, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ενώ η περιοχή αυτή  παρήγαγε καπνό από τον οποίο παρασκεύαζαν το γνωστό Τσάμικο ταμπάκο, απαγορεύτηκε η καλλιέργεια του. ΄Ηταν δε τόσο καλός  ο ταμπάκος αυτός, ώστε όποιος τον κάπνιζε, τον συνήθιζε και  δεν μπορούσε  να τον αποχωριστεί. ΄Ετσι προέκυψε η παροιμία :

                    Μού έγινες τσιμπούρι σαν τον τσάμικο ταμπάκο.

Ο Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου, διαβάζοντας στο Καριώτι την Κυριακάτικη.   (Σεπτέμβρης 1999)
       Φωτογρ.  Αρχείο Ι.Γ.Σ.

Ο Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου, γεννήθηκε το 1943 στο Πάνω Καριώτι. Αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο της Βέλλιανης, το Ιστορικό Γυμνάσιο της Παραμυθιάς και από τη Μαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση και συγκεκριμένα : στα Ντερβίζιανα, στην Παραμυθιά και στο 1o  Γυμνάσιο της Καισαριανής.  Σήμερα ιδιωτεύει στην Αθήνα, επισκεπτόμενος τη γενέτειρά του κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες  και σε έκτακτες περιπτώσεις.

Ο Ιωάννης Γεωργίου Σταύρου ( συνταξιούχος μαθηματικός ), σχετικά με τη σύλληψη μουσουλμάνου, που κάπνιζε λαθραίο, αφηγήθηκε τα εξής :

« Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, γνωστός από την περιοχή, που υπηρετούσε  ως αγροφύλακας στα χωριά Σκάνδαλο και Μανδρότοπο, συνέλαβε κάποιον μουσουλμάνο να καπνίζει  λαθραίο.

Σύμφωνοι, του είπε ο μουσουλμάνος, αλλά κατευθείαν πήγε στο καφενείο στο Γαρδίκι, όπου υπήρχε αστυνομικό Τμήμα και μπροστά σε όλους κάπνιζε λαθραίο.

      Μετά από λίγο ήρθε στο καφενείο και ο αγροφύλακας.  

–    Τι ώρα είναι;  τον ρώτησε ο Διοικητής.

Και, βγάζοντας  ο αγροφύλακας από τη τσέπη του  το ρολόι με το καπάκι και τη χρυσή αλυσίδα, ο Διοικητής διαπίστωσε  ότι όσα του είπε ο  μουσουλμάνος ήταν όλα αλήθεια.

Στη συνέχεια, αφού συντάχθηκε δικογραφία και ορίστηκε  δικάσιμος, το δικαστήριο,  τον μεν αγροφύλακα απέλυσε από την υπηρεσία του, επειδή δωροδοκήθηκε, τον δε μουσουλμάνο κατάδίκασε σε ποινή φυλάκισης, διότι κάπνιζε λαθραίο και διότι δωροδόκησε τον αγροφύλακα.

Προτού όμως ο μουσουλμάνος οδηγηθεί στη φυλακή, φωνάζοντας δυνατά, είπε στον αγροφύλακα :

Εμείς οι μουσουλμάνοι, όταν κάποιος μάς κάνει κακό, σαράντα (40) χρόνια δεν το ξεχνάμε. Να θυμάσαι ότι όταν βγω από τη φυλακή, όπου και να είσαι θα σε βρω και θα σε σκοτώσω.

Εξαιτίας της απειλής αυτής ο απολυθείς αγροφύλακας αναγκάστηκε για πολλά χρόνια να ζήσει σε άλλη μακρινή περιοχή. Μάλιστα, από το φόβο του μήπως  ο μουσουλμάνος μάθει τον τόπο διαμονής του,  δεν έστειλε ούτε ένα γράμμα στην οικογένειά του.  Επέστρεψε δε στο χωριό του μετά το τέλος του πολέμου ( Οκτώβριος 1944), όταν ήδη οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες είχαν εγκαταλείψει τη Θεσπρωτία ».

   Ο Μiχο Κάτσιος στο  μνημόσυνο των 49 προκρίτων, 29 Σεπτέμβρη 2002
              Φωτογρ. : Αρχείο Κωνσταντίνου Δρίμτζια

Ο αχθοφόρος της Παραμυθιάς

Ο Μιχάλης Κάτσιος εργαζόταν στην Παραμυθιά με τη γαϊδούρα του, ως αχθοφόρος.  Κάποια μέρα  ο Τόλης Κόκκορης, επειδή ήταν γνωστός στην Αστυνομία για τη μεταφορά λαθραίου τόσο αυτός όσο και το άλογό του, λέει στο Μιχάλη :

Μιχάλη, μού την έχουν στημένηΠάρε αυτό το φορτίο, δυο σακιά λαθραίο και με τη γαϊδούρα σου πήγαινε το στο σπίτι μου στον ΄Αι Νικόλα.

Το φόρτωσε στη γαϊδούρα ο Μιχάλης και όταν έφθασε στο κέντρο της Παραμυθιάς, στον Πλάτανο, ο χωροφύλακας Μητσιόπουλος, που έκανε υπηρεσία και τον συνάντησε, τον ρώτησε :

Ο χωροφύλακας, επειδή δεν πίστεψε στα λόγια του Μιχάλη, δεν προχώρησε σε περαιτέρω έλεγχο.

Βαφτίσια της Λύδιας Χρήστου Λώλου στο Αννόβερο (Ιούνίος 1989).
Από τα αριστερά : Ο νουνός διδάκτορας ιατρικής ουρολόγος Λένης Γεώργιος κρατά στα χέρια τη νεοβαπτισθείσα, ο Χρήστος Λώλος, η σύζυγός του Εύα και ο  Πατήρ  Αλέξανδρος.
Φωτογρ.  : Αρχείο Μ.Α.Μ.

–   Χρήστος Δημητρίου Λώλος (δάσκαλος στο Αννόβερο) : 

Ο Χρήστος Δ. Λώλος, σχετικά με τις περιπέτειες που είχε ο συγγενής του Τολη – Κόκκορης κατά την πώληση λαθραίου,  αποσπασματικά αφηγήθηκε τα εξής :

       « Το άλογο…

 Ο Τολη – Κόκκορης, κουρασμένος από ολονύχτιο ταξίδι, ξημέρωσε με το άλογο φορτωμένο λαθραίο στον κάμπο του Μανδρότοπου. Εκεί τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, το άλογο είχε φύγει. Ψάχνει εδώ, ψάχνει εκεί, τίποτε. Βγαίνει στον κεντρι-κό δρόμο, παίρνει το λεωφορείο  Γλυκής – Παραμυθιάς και κατεβαίνει στο  εικόνισμα της Παραμυθιάς. Εκεί αγναντεύοντας τον κάμπο,  βλέπει στον παλιό χωματόδρομο, που ερχόταν από το Φανάρι το άλογό του με το φορτίο του λαθραίου.

Το Κριθάρι, ποτισμένο με  ρουμ

Ευρισκόμενος ο Τολη Κόκκορης  πίσω στα Σουλιωτοχώρια, το άλογό του δεν έκανε δρόμο. Σήκωνε τα μπροστινά του πόδια, στηριζόμενο μόνο στα πισινά και χλιμίντριζε.  Ο Τόλης, γνώρισε το άλογό του. Κατάλαβε ότι μπροστά και σε μικρή απόσταση τού είχαν στήσει  μπλόκο οι χωροφύλακες του αστυνομικού Τμή-ματος Τσαγγαρίου. Γι’ αυτό, αμέσως έδωσε στο άλογο κριθάρι ποτισμένο με ρουμ, άλλαξε δρόμο και, ανεβαίνοντας κι ο ίδιος καβάλα,  κατόρθωσε καλπάζοντας να γλιτώσει τη σύλληψη.

Το ψάξιμο στο σπίτι

Επειδή ο Διοικητής του αστυνομικού Τμήματος  της Παραμυθιάς είχε πληροφορίες ότι ο Τολη – Κόκκορης είχε μεταφέρει στο σπίτι του ένα φορτίο λαθραίο καπνό, έστειλε δυο χωροφύλακες για να το ψάξουν. Πήγαν οι χωροφύλακες και ένας απ’ αυτούς, όταν σε ένα δωμάτιο σήκωσε  μια κουρελού και είδε ότι από κάτω υπήρ-χε το λαθραίο, την ξαναέβαλε στη θέση της όπως ήταν, χωρίς να φανερώσει το κρυμμένο.   

Η αναχώρηση  για τη Γερμανία

Επειδή από την πώληση του λαθραίου καπνού, ο Τολη –Κόκκο-ρης δεν μπορούσε να βγάλει μεροκάματο (έβγαζε με πολύ κόπο και λαχτάρες πέντε δραχμές και πλήρωνε δέκα στα δικαστήρια), αποφάσισε να μεταβεί στη Γερμανία.

Η Νομαρχία της Ηγουμενίτσας, όμως δεν του χορήγησε διαβα-τήριο, λόγω των κοινωνικών του φρονημάτων, επειδή ήταν στενός συγγενής του Σπύρου Κόκκορη.

Στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα, όπου με τη βοήθεια Παραμυ-θιώτη αστυνομικού, έβγαλε διαβατήριο και το 1960 αναχώρησε για τη Γερμανία. Εκεί, μαζί με τη σύζυγό του, αφού εργάστηκαν μέχρι το 1992 στην πόλη Darmstadt του κρατιδίου Έσσης και συνταξιοδοτήθηκαν, επέστρεψαν στην Παραμυθιά ».  


[1].  Ο Κων. Φαλτάιτς (1891 – 1941) :  Ο Κ. Φαλτάιτς γεννήθηκε στη Σκύρο. Σπούδασε φιλολογία και νομικά και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία.  Έργα του είναι  :  Η Ναυμαχία της  Έλλης.  Το πρόβλημα του δημοτικού μας τραγουδιού. Γλώσσα και φωτιά.  Τσιγγάνοι και Ορφεύς …Οι πλανώδιοι Ηπειρώται τεχνίται και η εθνική μας υπόθεσις.  Ο Άγιος Κοσμάς στο στόμα του Ηπειρώτικου λαού. Οι Ηπειρώται που ξενιτεύονται. Κ.ά  Επίσης Δημοσίευσε πραγματείες για τους βλάχους, για τους  γύφτους, καθώς και για άλλες εθνολογικές ομάδες.  ( Το βιογραφικό του Κων. Φαλτάιτς μού το έστειλε η εγγονή του δημοσιο-γράφος  Άννα Φαλτάιτς )

[2]Βροχονάς :   Ο Χρήστος Δ. Λώλος  «  Ο Βραχονάς, έτσι ονομάζεται σήμερα, ήταν μεγάλο χωριό κοντά στα Σύβοτα, ψηλά στο βουνό, στο οποίο παλιότερα υπήρχαν και διώροφα σπίτια. Σήμερα είναι εγκαταλειμμένο και ζουν εκεί μόνο δύο οικογένειες ».

Exit mobile version