
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Η μάχη της Βέλλιανης 07.11.1943
Συνοπτικά
Στις 07 Νοεμβρίου 1943 διεξήχθη στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά της ακρόπολης της αρχαίας Ελέας (Κάστρο της Βέλλιανης) η μάχη της Βέλλιανης. Οι τοπικές αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ ενωμένες αναχαίτισαν τους επιτιθέμενους Γερμανούς και Αλβανοτσάμηδες με αποτέλεσμα να μην ανέλθουν στο χώρο του Κάστρου και στη συνέχεια να προσβάλλουν την περιοχή γύρω από τη Μονή της Βέλλιανης. Η αναχαίτιση αυτή έσωσε από το θάνατο εκατοντάδες αμάχους, οι οποίοι ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες μέσα στις σπηλιές των ριζών του όρους Κορύλα, σκεπασμένες από ψηλά και γέρικα πουρνάρια. Αν οι Ναζί είχαν ανεβεί στους χώρους αυτούς, θα διέπρατταν ό,τι διέπραξαν στα Καλάβρυτα, Δίστομο, Καμένο, Λιγγιάδες, Μουσιωτίτσα, Παραμυθιά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Ας ευγνωμονούμε τους μαχητές της μάχης της Βέλλιανης.
Η διεξαγωγή της μάχης
Τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου του 1943 γερμανικές δυνάμεις μαζί με Αλβανοτσάμηδες μετακινήθηκαν νότια της Παραμυθιάς και εγκατέ-στησαν καθ’ όλο το μήκος του αυτοκινητόδρομου Καρυώτι – Σκάνδαλο πολυβόλα μεγάλου βεληνεκούς. Οι αντάρτες αντιλήφτηκαν τις μετακι-νήσεις αυτές και άρχισαν να προετοιμάζονται για την αναμενόμενη γερμανική επίθεση.
Ο οπλαρχηγός του ΕΔΕΣ Κώτσιο Νικόλας (Γεωργίου), ο φόβος και ο τρόμος των Αλβανοτσάμηδων της Θεσπρωτίας, απουσίαζε από την περιοχή, επειδή βρισκόταν στο Αρχηγείο του Ζέρβα.
Στις 07.11.1943 χαράματα τρεις γερμανικές διμοιρίες προσπάθησαν να περικυκλώσουν το Κάστρο της Βέλλιανης και την ομώνυμη Μονή της. Η διμοιρία που ανέβηκε από το Άνω Καρυώτι χτυπήθηκε[1] στα Σεϊτόγια, πλησίον της Γαλατσίδας, από τους Καρυωτίτες και, αλλάζοντας πορεία, κατέβηκε στην πηγή Πετρουνοβάτη – Καμίνια και από κει ανήλθε στην Άνω Βέλλιανη. Η Δεύτερη από το αεροδρόμιο ανέβηκε στον Άγιο Γεώργιο της Βέλλιανης και έφθασε στον Αϊ Νικόλα (Άνω Βέλλιανη). Η Τρίτη από το Προδρόμι, πυρπολώντας τα σπίτια του, πλησίασε στη Δραγατσούρα πλησίον του Κάστρου και της Μονής.
Πριν ακόμα ξημερώσει, έπεσε η πρώτη γερμανική οβίδα στην αυλή της Μονής, προκαλώντας τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό που βρισκόταν στους χώρους της και στις γύρω απ’ αυτή σπηλιές. Στη συνέχεια άρχισαν να πέφτουν κι άλλες οβίδες καθ’ όλο το μήκος των ριζών του Κορύλα.
Οι άντρες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και πολλοί ανοργάνωτοι πήραν θέση μάχης στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του Κάστρου. Τη θέση Μπεντένι (δυτικά) που κατέληγαν τα μονοπάτια στη βρύση της Άνω Βέλλιανης και στη γράβα του Μπούση υπερασπίζεται ο Θωμά Μπίκας με την ομάδα του. Την Τσιούκα, πλησίον και βόρεια της κεντρικής Πύλης του Κάστρου, ο Σπύρο Τσίτσος με πολυβόλο. Ανάμεσα από την Τσιούκα και το Μπεντένι αμύνεται ο Γκέλη Νικόλας (Γεωργίου). Ο Χρήστος Τσίτσος οχυρώνεται στη Δραγατσούρα, πλησίον του μονοπατιού που ανέβαινε από τον Άγιο Νικόλαο της Άνω Βέλλιανης για τη Μονή. Ο Σταύρο Δήμος (Γεωργίου) με πολυβόλο βρίσκεται στα Αριάδια, ψηλά στον Κορύλα με βοηθό το Νικόλα Τούση. Από κει παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις του εχθρού και ανάλογα έριχνε εναντίον του, επειδή τα πυρομαχικά που είχε στη διάθεση ήταν ελάχιστα. Οι Γερμανοτσάμηδες τέσσερις φορές επιχείρησαν να σπάσουν την γραμμή των αμυνόμενων, αλλά και τις τέσσερις απωθήθηκαν με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσουν με πολλές απώλειες.
Οι απώλειες από τον άμαχο πληθυσμό μας και τις ημέτερες στρα-τιωτικές δυνάμεις
Νεκροί :
– Ο Προδρομίτης Σιμόπουλος Κωνσταντίνος, ετών 80, φονεύτηκε ξημερώματα από βλήμα του εχθρού στη θύρα του οντά της Μονής της Βέλλιανης. Ο Σ.Κ. ήταν αδερφός της μητέρας του Παπαγάκη και Παπα-χρήστου. Ήταν σπουδασμένος. Χρόνια είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Δεν είχε φτιάξει οικογένεια. (πληροφορίες Σωτήριος Γ. Φιλίππου)
– Ο Βελλιανίτης Γιάννης Κούρτης ετών 31. Έπεσε ώρα 10.30 με 11.00 στη θέση Μπεντένι. Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος και επήλθε από σφαίρα Γερμανού που τον βρήκε ακριβώς στο μέτωπο.
Γονείς του Γιάννη ήταν ο Σπύρος Κούρτης και η Λένη από το Πόποβο (Αγία Κυριακή) το γένος Βέρμπη. Αδερφός του ήταν ο Νικόλας Κούρτης και αδερφές του η Ρήνα και η Στάμω, παντρεμένες στο Καρυώτι. Το 1917 έχασε από τη γρίπη και τους δυο γονείς. Τη μια μέρα πέθανε ο ένας γονιός και την άλλη ο άλλος. Και την Τρίτη τους έθαψαν μαζί στον ίδιο τάφο. Μεγάλωσε κοντά στο θειο του το Μήτρο Κούρτη, πατέρα του Κώτσιο και Τσίλη Κούρτη. Παντρεύτηκε την Αγγελική ( Γκέλω ), αδελφή του Θωμά και Σωτήρη Μπίκα και μαζί της απόκτησε τα παιδιά Σπύρο και Ελένη, τα οποία, όταν βαρέθηκε, ήταν ηλικίας 2 χρονών και 6 μηνών αντίστοιχα. (Πληροφορίες : Πρωτοπρε-σβύτερος Παπαχρήστος (Κοντός) Καριώτι)

( 1) Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό Αρχείο της συζύγου του (Γκέλως).
– Η Προδρομίτισσα Μαρία Παπαδοπούλου του Χρήστου, ετών 19, ανύπαντρη. Φονεύτηκε από βλήμα του εχθρού στην τοποθεσία Γεράκω, ώρα 12.00. Το βλήμα τη χτύπησε ακριβώς στην καρδιά και ο θάνατός της ήταν ακαριαίος. Ήταν πεσμένη πάνω σε μια πέτρα σε τέτοια στάση, που, όταν την είδε ο συγχωριανός της ο Κωτση – Μίνης, νόμισε ότι κοιμόταν και άρχισε να της φωνάζει : Μαρία ! Μαρία ! Επειδή δεν απαντούσε, πήγε κοντά της και διαπίστωσε ότι ήταν νεκρή.
Γονείς της ήταν ο Χρηστογιάννης Παπαδόπουλος και μητέρα η Πανάγιω Σταύρου από το Καρυώτι. Αδέρφια της, ο Γιάννης ( Γραμματέας στο Προδρόμι για πολλά χρόνια ), ο Βαγγέλης και η Κωνστάντω.

(2) Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό Αρχείο του Κώστα Τσίτσου (αδελφού του )
– Ο Προδρομίτης Σπύρος Τσίτσος του Ευαγγέλου, ετών 23, ανύπαντρος. Λαβώθηκε στην κοιλιακή χώρα κατά τη διάρκεια της μάχης από βλήμα του εχθρού στη θέση Τσιούκα, ώρα 08.30 με 09.00. Απεβίωσε δύο μέρες μετά τον τραυματισμό του στην Κορύστιανη (σήμερα Φροσύνη). Στην κηδεία του συμμετείχε πολύς κόσμος. Έριξαν ριπές. Εκφωνήθηκε επικήδειος. Ετάφη στην Κορύστιανη.
Γονείς του ήταν ο Ευάγγελος Τσίτσος και η Σπυριδούλα το γένος Φιλίππου, αδερφή του Παπαχρήστου. Αδέρφια του, ο Κώστας και ο Βασίλης
Ο θάνατος του Σπυρο – Τσίτσου
Ανάμεσ’ από δυο χωριά
Βέλλιανη και Προδρόμι
το Σπύρο Τσίτσο βάρεσαν
στης Βέλλιανης το κάστρο.
(δημοτικό)
Τραυματίες :
Α. Στη θέση Τσιούκα :
Ο Φάτσιος Σωτήριος του Νικολάου, στο πόδι (από το Καρυώτι).
Ο Παπαφώτης Ιωάννης του Αθανασίου (Γιάννη Νάσης) στο κεφάλι (από τη Βέλλιανη).
Β. Στη θέση Γεράκω :
Ο Σιώζος Ευάγγελος του Σωτηρίου (Βαγγελη – Σωτήρης) στο χέρι, στην πλάτη και στο κεφάλι. (Από το Προδρόμι). Η γυναίκα του ήταν η Φωτεινή, αδερφή του Τόλη Ντούγια από τη Βέλλιανη.
Γεωργίου Γεώργιος[2] του Σταύρου (Γάκη Σταύρος), στον αριστερό μηρό. (Από το Προδρόμι)
Ο Παπαδόπουλος Ευάγγελος του Χρήστου, στο πόδι. (Από το Προδρόμι).
Η μητέρα του Στέργιο Γκράπη, στο πόδι. (Από το Προδρόμι)
Ο Έλυμπος Βασίλειος του Ευαγγέλου στο χέρι (Από την Κορύστιανη (Φροσύνη))
Ο Γεωργίου Βασίλειος του Ευαγγέλου, στο χέρι. (Από την Κορύστιανη (Φροσύνη))
Ο Μπάμπας Αδάμ του Αναστασίου, στο κεφάλι – έπαθε βλάβη η ακοή του -. (Από το Μανδρότοπο)
Απώλειες των εχθρικών δυνάμεων :
Νεκροί : επτά (7)
Τραυματίες : Δεν καταμετρήθηκαν
Για τους παραπάνω νεκρούς και τραυματίες σώθηκαν οι παρακάτω μαρτυρίες :
– Ο θάνατος του Γιάννη Κούρτη :
Αυτόπτες μάρτυρες :
α. Ο Θωμάς Μπίκας :
(…) « Οι Γερμανοί που μπήκαν στην Άνω Βέλλιανη είχαν μαζευτεί, άλλοι στο σπίτι της Γιωργάκη Γιάνναινας (αργότερα του Κώστα Αλέξη) κι άλλοι στο σπίτι του Τόλη Ντούγια. Μέσα στην αντράλα αυτή, εμείς κατεβήκαμε μερικοί στο χωριό. Κάναμε μαζί τους οδο-μαχίες με μονοντούφεκα. Βαρέσαμε δυο και τρέχοντας πατούσαμε πάνω σε σκοτωμένα πουλιά. Ύστερα γρήγορα ανεβήκαμε από τη γράβα του Μπούση στο Μπεντένι, όπου πιάσαμε θέση αμύνης. Οι Γερμανοί απ’ όποιο σπίτι περνούσαν, του έβαζαν αμέσως φωτιά. Εμείς, όπου τούς βλέπαμε, τούς ρίχναμε και καμιά σφαίρα, αλλά δεν τούς κάναμε μεγάλη ζημιά. Ο Γιάννη Κούρτης εκείνη τη στιγμή είχε ανεβεί πάνω στην Κούλια (τοποθεσία στο νότιο άκρο του Κάστρου) και, μόλις τούς είδε που έκαναν τον ανήφορο, ήρθε τρέχοντας και μάς είπε :
« Σκωθείτε σκυλιά να φύγουμε, γιατί έκαναν τον ανήφορο στο φούρνο της Λένης του Γκάτζια[3]. Σκωθείτε, γιατί θα μας πιάσουν όλους ζωντανούς »
Ο Γιάννης δεν πρόλαβε να τελειώσει καλά καλά την κουβέντα κι ένας Γερμανός, που τον βλέπω τώργια μπροστά μου, από 5 μέτρα του έριξε μια στη μπάλα (μέτωπο) και το αίμα του έφτακε στο χώμα. Έτσι έπεσε ο Γιάννη Κούρτης. Το βράδυ αφού βεβαιωθήκαμε ότι δεν υπήρχε κανένας Γερμανός, πήγαμε στο σκοτάδι, ψάξαμε, τον βρήκαμε και με μια κουβέρτα τον μεταφέραμε στο μοναστήρι, όπου τον θάψαμε μαζί με το Σιμόπουλο και την Παπαδοπούλου Μαρία. (…)

(3) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο γιος του Ιωάννης
β. Ο Αθανάσιος Αθανασίου (Νάσιη Μάρκος)
(…) « Για μια στιγμή ο Γιάννη Κούρτης βγήκε στο αγνάντιο και, γυρίζοντας πίσω τρέχοντας, φώναξε :
– Παιδιά σκωθείτε. Οι Γερμανοί έκαναν το Παλιούρι απάνου. (Παλιούρι λέγεται η τοποθεσία που είναι ακριβώς πάνω από το σπίτι της Λένης του Γκάτζια)
– Μωρέ Γιάννη, τού λέει ο μαύρος ο Θωμάς, που είχε κάνει και στρατιώτης, εγώ κι εσύ καλά, τι θα κάνουμε όμως μ’ αυτά εδώ τα παιδιά[4], που κανένα δεν πήγε φαντάρος.
– Μη φοβάσαι Θωμά. Εγώ θα πάω μπροστά.
Ήμασταν στην Κούλια. Σηκωθήκαμε και, κάνοντας τον κατήφορο, μπροστά πήγαινε ο Γιάννης, κατεβήκαμε στο Μπεντένι. Εκεί χαπ βγαίνει απότομα ένας Γερμανός σε απόσταση πέντε μέτρων περίπου, λέει κάτι στα γερμανικά, και με το αυτόματο, που το είχε χιαστί, ρίχνει του Γιάννη και τον παίρνει ακριβώς στη μπάλα (μέτωπο).
« Όι παιδιά μου !! », φώναξε δυνατά, κι έπεσε νεκρός. Θυμάμαι σαν να ’ναι τώργια, πως το αίμα του πεταγόταν από το κεφάλι » (…)
Εγώ παλιότερα όταν ήμουν πρόεδρος στο Προδρόμι, πρότεινα στο μέρος που σκοτώθηκε ο Γιάννη Κούρτης να στηθεί ένα μνημείο προς τιμήν όλων αυτών που έπεσαν την 7η Νοεμβρίου 1943. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έγινε απολύτως τίποτε ».
Πώς έζησε η Γιάννη Κούρταινα το θάνατο του συζύγου της :
« Όταν βάρεσαν οι Γερμανοί το Γιάννη, εγώ μαζί με τη μάνα μου και τα δυο μου παιδιά, το Σπύρο δύο χρονών και τη Λένη 3 μηνών, ήμουν στην Κορύστιανη. Τη μέρα αυτή ξεκίνησα μαζί με την κουνιάδα μου τη Ρήνα και τη Σωτήρ Μπίκαινα για νά ’ρθουμε στο κάστρο. Στον Κάτω Σταυρό του Κορύλα, βρήκαμε τον Παπαγάκη από το Προδρόμι και δε μας άφησε να προχωρήσουμε.
– Εγώ θα πάω κάτου, του’ πα, λες και μου το ’φερνε ότι μ’ είχε βρει μεγάλο κακό.
– Γύρνα πίσω, μου ’πε ο Παπαγάκης, γιατί εσένα θα βαρέσω πρώτα. Κάτω γίνεται μάχη, χαλάει ο κόσμος. Πού θέλεις να πας;
Μετά ακούσαμε και οι ίδιες τα κανόνια και γυρίσαμε πίσω. Το βράδυ στην Κορύστιανη μού ’φερε το θλιβερό μαντάτο ο Φάνη Ντάνης. Το ’πε στην Παπαγιώργαινα και στη Μήτση Ντάναινα, τις αντροθειές μου, και αυτές μού το είπαν με τρόπο. Μού είπαν πρώτα ότι τραυματίστηκε και, όταν είδαν ότι κατάλαβα, μού φανέ-ρωσαν όλη την αλήθεια. Εμάς μετά δεν μας χώραγε ο τόπος. Εμένα με έπιασε ένα οργιό (ρίγος) που συνέχεια κρύωνα. Βάλε ξύλα στη φωτιά, για να ζεσταθείς, μού ’λεγε η μάνα μου. Πού να ζεσταθώ; Μέναμε σ’ ένα μικρό αχούρι της Παπαγιώργαινας, που έκλεινε τα άλογα και απ’ όλες τις μεριές έμπαινε αέρας και κρύο. (…)

(4) Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Μ.Α.Μ.
Στην Κορύστιανη η ζωή μας ήταν δύσκολη. Νερό για να πιούμε δεν είχαμε. Ήταν μόνο μια βρύση με μια στάλα νερό κι ο κόσμος πολύς, κάπου δυο χιλιάδες άτομα. Ώρες περίμενες στη σειρά για να πάρεις λίγο νερό. Να φάμε δεν είχαμε. Εμείς είχαμε κρύψει στις Κογκέλιες του βουνού μέσα σε μια τρύπα καλαμπόκι. Το ’χε βάλει ο Γιάννης, όταν ζούσε, και τό ’ξερα. Πήγα, το πήρα με φόβο και στους Κουκουλιούς το ’κανα αλεύρι, 40 οκάδες. Εδώ με κοίταξε ο αδερφός μου, ο Θωμά Μπίκας, Έρχονταν κι ο Ναστάσης Μπίκας, ο Χαρίσης Παπαφώτης και ο Γάκης Πήλιος και μου έκαναν κουράγιο.
Τ’ Αϊ – Βασίλη του 1944 ο Λάκη Νάσιος (Αντωνίου) μού φόρτωσε στ’ άλογό του τα πλιάτσικα, ένα ταψί, μια κατσαρόλα και τα σπεπά-σματα των παιδιών και τα ’φερε στο κάστρο. Εγώ έβαλα στο λαιμό μου καβάλα το Σπύρο, φόρτωσα τη σαρμανίτσα με τη Λένη και μαζί με τη μάνα μου ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε στα έλατα, στη Γραβιά, (πλαγιά του Κορύλα, κατεβαίνοντας από το Σταυρό το μονοπάτι της Γαλατσίδας) εκεί στο δρόμο είναι μια γραβούλα, διψάσαμε. Πεθάναμαν για νερό. Ξεφορτώθηκα. « πάπα » (ψωμί), φώναξε ο Σπύρος. Η Λένη άρχισε να σκούζει. Τη βύζαξα λίγο κι έδωσα στο παιδί λαχανόψωμα και κουλούρα. Η μάνα μου ήταν άρρωστη. Είχε λεύκωμα κι ήταν και πρησμένη. Εμείς κι οι δυο ήμασταν ξυπόλητες. Ρούχα φορούσαμε κάτι, αλλά ήταν σα να ’μασταν μπλέτσι (γυμνές). Άστα. Άμα τα θυμάμαι, αρρωσταίνω. Σιγά σιγά φτάσαμε στη Δάφνη. Εδώ η μάνα ακούμπησε σ’ ένα λιθάρι κι αγναντεύοντας το Μπεντένι του Κάστρου, άρχισε το μοιρολόγι του Γιάννη. Μοιρολογούσε και « σιούνταν τα κιόνια. Τη στιγμή αυτή φανερώθηκαν ο Θωμάς με το Ναστάση Μπίκα. Σήκωσαν τη μάνα, τη μέρωσαν κι όλοι μαζί κατεβήκαμε στου Χατζή, στην καλύβα του Μήτρο Κούρτη. Εκεί, αφού ξεφορτώθηκα, στρώσαμε κάτου ασφάκες κι έστρωσα ένα τράγιο και μια λιναρίσια τσαρμπάλα – τέτοια κάναμε τότε – κι έβαλα τα παιδιά να κοιμηθούν ». ΄Υστερα πήγα στη γράβα μας (σπηλιά), για να πάρω τρεις σανίδες μεγάλες, τάβλες, που τις είχα αφήσει προτού φύγουμε την Κορύστιανη, αλλά δεν τις βρήκα. Μού τις είχαν πάρει. Τώρα τι να κάνω; Γύρισα πάλι στην καλύβα. Εκεί βρήκα το Μήτρο Κούρτη. Αυτός ήταν πολύ καλός.
– Γιάνναινα , μού λέει, κάποιον βλέπω κατ’ εκείγια. Κακώς έκανες πού’ ρθες .
– ΄Οπου πάει ο ανιψιός σου ο Γιάννης, του ’πα, ας πάω κι εγώ. Μόνο τα παιδιά μου νά’ χουν ζωή.
Μετά έφκα και πήγα στο πατινό μπουρίμι (πηγή) του κάστρου. Εκεί βρήκα κάποιον… που είχε τις σανίδες μου.
– Ποιος είσαι συ; του ’πα. ΄Αστ’ τις σανίδες μου κάτου. Εμένα με πήρε φωτιά, δεν έχω στρώμα ν’ ακουμπήσω εγώ και τα δυο παιδιά μου κι εσύ μού παίρνεις τις σανίδες;
- Τι σανίδες είναι;
- Δυο είναι από μολοκοκιά και μια από λεύκα.
Τις σανίδες μου δεν θυμόμουν; Μού τις είχε βγάλει ο Παπαγάκης από το Προδρόμι. Απολάει τις σανίδες στο σιάδι και φεύγει παρέκει. Εγώ εκείνη τη στιγμή σκιάχτηκα. Σκιάχτηκα μήπως με μη δείρει. Αντάρτης ήταν. Μετά βγήκαν στο Κάστρο ο Τσίτος, ο Παύλο Μήτρος και πολλοί άλλοι Βονικάτες (κάτοικοι του Προδρομιού). Αυτός έφκε τον ανήφορο. Τις σανίδες, αν και ήταν βαριές, τις φόρτωσα όλες μαζί και τις πήγα στην καλύβα για στρώμα.
Μετά κατέβηκα στο σπίτι, που το βρήκα όλο καμένο. Το’ δα και με έπιασε νίλα. Ο άντρας μου σκοτωμένος. Το σπίτι μου καταστραμ-μένο. Τα παιδιά στη σαρμανίτσα. Η μάνα μου άρρωστη. Πώς θα τα ’βγαζα πέρα; Με πήρε το πικρό παράπονο. Μάζεψα κάμποσα λάχα-να και ρεπανόφυλλα που ’χαν μείνει στον κήπο, φορτώθηκα κι ένα ζαλίκι χοντρά ξύλα και γύρισα πάλι πίσω στα παιδιά. Με τι λάδι να μαγειρέψω; Με τι αλάτι; Δεν πέρασε πολύ ώρα όπου ήρθε ο Θωμάς ( αδερφός μου) και μού ’φερε σ’ ένα κουτί λίγες ελιές με ζουμί. Τις είχε βρει στην Κρανιά (τοποθεσία) μέσα σε μια γράβα. Έριξα την αρμύρα αντί γι’ αλάτι στο αλεύρι και το ζύμωσα κι ύστερα στα βρασμένα λάχανα τις ελιές. Έτσι μαγειρεύαμε την εποχή εκείνη. Έτσι περνάγαμε τους δύσκολους εκείνους μήνες. Όταν ψήθηκε το ψωμί, όσοι βρέθηκαν εκεί φάγαμε όλοι μαζί. Εκείνες τις μέρες μού ’δωκαν οι αντάρτες 15 οκάδες καλαμπόκι με το οποίο πόρεψα κάπου ένα μήνα. Το’ κοβα στο χειρόμυλο και με πονούσε το χέρι, γιατί δεν έκοβε καλά και το αλεύρι γινόταν σα σιούρος (άμμος).
Στου Χατζή (τοποθεσία) κάτσαμαν ώσπου σιάστηκε ο τόπος. Έπεσαν οι αντάρτες στο μοναστήρι κι οι Γερμανοί με τους Τούρκους σιγά σιγά έφκαν. Αυτά και πολλά άλλα πέρασα την εποχή εκείνη »
( Τις παραπάνω μαρτυρίες, όπως και πολλές άλλες, μαγνητοφώνησα με περισσότερες λεπτομέρειες τον Οκτώβριο του 1996. Και σήμερα 2025 απ’ αυτούς τους αυτόπτες μάρτυρες δεν ζει κανένας )
Γραπτές πηγές, που αναφέρονται στη μάχη της Βέλλιανης.
– Θ. Παπαμανώλη : « Κατακαημένη Ήπειρος », ΄Ικαρος, Αθήνα 1945, σελ. 51.
« … Το Νοέμβριον του 1943, συνεκστρατεύσαντες μετά των Γερμανών οι Μουσουλμάνοι, λεηλατούν και είτα πυρπολούν τα χωριά Καρυώτιον, Βέλλιανην, Ζερβοχώρι και Προδρόμιον, όπου και φονεύουσι τον γέροντα Νικόλ. Γεωργίου[5] και άλλους. Η ηρωική όμως επέμβασις των ανταρτικών μας ομάδων εμποδίζει την περαιτέρω προέλασίν των »
– Ιωάννης Αρχιμανδρίτης : « Τσάμηδες. Οδύνη και δάκρυα της Θεσπρωτίας », Γεωργιάδης, Αθήνα 1951 :
Σελ. 171 :
« Βέλλιανη
7.11.43 Ιωάννης Σπ. Κούρτης, ετών 30. Εφονεύθη υπό των Τουρκοτσάμηδων και των Ναζί, ενώ ο αδελφός του (σ.σ. Νικόλαος) απήχθη όμηρος.
… Σελ. 212 κ. 213
Προδρόμι
7.11.1943. Τμήμα Γερμανών οπισθοχωρόν από ματαίαν προσπά-θειαν κατάλήψεως του Κάστρου Βέλλιανης, πυρπολεί 80 οικίας, δύο εκκλησίας και αρπάζει 3 βοοειδή και 100 αιγοπρόβατα. Κατά τη μάχη αυτήν εφονεύθη ο Τσίτσος Σπυρίδων του Ευαγγέλου, ετών 25, ο Σιμόπου-λος Κωνσταντίνος του Χρήστου, ετών 80 και η Μαρία Παπαδο-πούλου του Χρήστου, ετών 19. Ετραυματίσθη ο Σιώζος Ευάγγελος του Σωτηρίου και έτεροι δύο εκ Προδρομίου, μάλλον ελαφρώς …
– Μουσελίμης Σπυρίδων : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσσαλονική 1976, σελ. 85 :
« … ΄Υστερα από 3 μέρες από τη μάχη του Ζερβοχωρίου (Δραγου-μής ) στις 7 Νοέμβρη 1943, οι Γερμανοί συγκεντρώνοντας μεγάλες δυνάμεις, ενισχυμένες και με 13 πυροβόλα, όλμους και πολυβόλα, επιτίθενται από διάφορα σημεία κατά των ολιγαρίθμων ανταρτών και χωρικών ελαιομαζευτών, που έμεναν στο μοναστήρι ΄Αγ. Ιωάννης της Βέλλιανης, προς εξόντωση τούτων και εμπρησμό των χωρίων Καρυωτίου, Βέλλιανης και Προδρομίου. Οι αντάρτες από-σύρονται στην άνωθεν της Μονής κακοτράχαλη πλαγιά του βουνού. Ο Σπύρος Τσίτσος με 10 Βελλιανίτες αντάρτες οχυρώνεται στην « Κάτω Τσούκα » του Κάστρου της Βέλλιανης. Γερμανική φάλαγγα μπαίνει στο Καρυώτι και προχωρεί να πλαγιοβάλει τους αμυνόμένους στο Κάστρο. Βάλλεται από ενόπλους από τα « Κιόνια », επάνω από το Καρυώτι, εγκαταλείπει την παραπέρα πορεία και διευθύνεται προς τη Βέλλιανη. Το πυροβολικό του εχθρού βάζει ακατάπαυστα διασταυρούμενα πυρά. Αχολογούν οι ράχες κι οι λαγκαδιές, σφυρίζει ο ουρανός, ξεκόβονται πέτρες και κυλιούνται βράχοι. Οι αντάρτες σφηνωμένοι στις σχισμάδες του απόκρημνου βουνού, απαντούν με όπλα και ένα οπλοπολυβόλο στα κανόνια του εχθρού. Ως 1.500 οβίδες έχουν ριφθεί εκείνη τη μέρα.
Στο κάστρο ο Σπύρος Τσίτσος, το ηρωικό παιδί με τα 10 παλικάρια μάχεται τόσο κοντά, ώστε κάνει χρήση χειροβομβίδων. Όμως πληγώνεται βαριά ο αρχηγός και ελαφρότερα οι περισσότεροι των ανδρών του από θραύσματα των οβίδων και σκοτώνεται ο Γιάννης Κούρτης. Οι λίγοι που απόμειναν απείραχτοι κι οι λαβωμένοι αποσύρονται στις πλαγιές του βουνού. Ο Τσίτσος μεταφέρεται στη Φροσύνη, όπου μετά δύο μέρες υποκύπτει στα τραύματά του. Ο εχθρός πυρπολεί τη Βέλλιανη και το Προδρόμι και αποσύρεται κατά το βράδυ στο αεροδρόμιο. Στη Φροσύνη του Τσίτσου γίνεται μεγαλόπρεπη κηδεία. Ένοπλοι αντάρτες επωμίζουν το φέρετρο του νεκρού, ακολουθούμενοι από χορεία παπάδων και πλήθος κόσμου. Κι όταν ο νεκρός κατέρχεται στο τάφο οι σύντροφοί του τον αποχαιρετούν με πυροβολισμός και ριπές πολυβόλου ».
– Ζιάγκας Νικόλαος : « Αγγλικός ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940 – 45 », τόμος Γ΄. , σελ. 311 και 312.
« Μάχη στο Κάστρο της Βέλλιανης
Η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ έχει λήξει το Νοέμβρη, αρκετά βάθυνε το μίσος κι η διαίρεση, που όπως δείχνουν τα γεγονότα δεν επηρέασαν ορισμένους χωρικούς στα δυτικά ριζά του Κορύλα. Είναι πολύ διδακτική στο σημείο αυτό η μάχη στη Βέλλιανη με ενωμένους του χωρικούς και τους αντάρτες. Θα σημειώσω ότι η μάχη καταχωρήθηκε σα μάχη Βέλλιανης, και το χωριό στη μανία του μεταβαρκιζιακού κράτους να ελληνικο-ποι-ήσει ακόμα και τα ελληνικά ονόματα έχει γίνει Χρυσαυγή.
… Το τμήμα των Γερμανών και Τσάμηδων που ξεκίνησαν από Παραμυθιά και προχώρησαν στο Καρυώτι, αναπτύχθηκε στη « Γαλατσίδα » με σκοπό να πλαγιοβάλει το Κάστρο της Βέλλιανης. Εκεί όμως χτυπήθηκαν από πατριώτες του Καρυωτίου και αναγκά-στηκαν οι Γερμανοί να υποχωρήσουν στο « Πετρουνοβάτη – Κεφαλά (σ.σ. εννοεί τη Γράβα Κεφαλά) » από όπου προχώρησαν « στα χωράφια της εκκλησιάς ». Εκεί χτυπήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε μάχη.
… Για να καταλάβουμε το είδος αυτής της μάχης δίνομε τους μαχητές και τη δύναμη πυρός, που είχαν :
Ομάδα ΕΔΕΣ
Θωμάς Μπίκας, ομαδάρχης, Θανάσης Μάρκ. Αθανασίου, Βαγ. Ν. Νικολάου, Γεωρ. Φ. Ντάγκας, Σωτ. Χ. Φιλίππου, Ιωάν. Σπ. Κούρτης, Νικ. Βαγ. Παπαφώτης, Σωτ. Χρ. Μπίκας, Μιχαήλ Χρ. Ντάγκας, Βαγ. Γ. Τσώνης, Σωτ. Γ. Φάτσιος, Γιάν. Θαν. Παπαφώτης αντάρτες.
Ομάδα ΕΛΑΣ
Σπ. Ευάγ. Τσίτσος, ομαδάρχης, Χρ. Γρ. Τσίτσος, Σπ. Βασιλ. Ντάγκας, Παύλος Χρ. Φιλίππου, Χρ. Δημ. Πέτσιος, Στέλ. Σωτ. Φιλίππου, αντάρτες.
Κ. Λάμ. Παπαδόπουλος, Σωτ. Δ. Μίνης, Ιωάν. Χρ. Παπαδόπουλος, Γ.Ν. Μούκας κι άλλοι πατριώτες απ’ τα χωριά, εθελοντές.
Δύναμη πυρός
1 βαρύ πολυβόλο, 2 οπλοπολυβόλα. Το πολυβόλο ήταν στη θέση « Αρυάδια » με χειριστές τους Σταύρο Δημ. Βασιλείου και Βασίλη Τσίτσο.
Οι Γερμανοί μπήκαν στο Προδρόμι, έβαλαν φωτιά, προχώρησαν στα « Μπιντένια Τσούκα », ήρθαν σε επαφή με τους αντάρτες, η μάχη έγινε « εκ του συστάδην », ο ψυχωμένος αντάρτης του ΕΔΕΣ Γιάν. Σπ. Κούρτης πέφτει νεκρός, την ίδια στιγμή όμως σκοτώνεται κι ο φονιάς Γερμανός στρατιώτης.
Ο ομαδάρχης δίνει το σύνθημα της υποχώρησης, αφού πέταξαν οι αντάρτες χειροβομβίδα μιλς, που ανάγκασε τους Γερμανούς να υποχωρήσουν. Η μάχη συνεχίστηκε, οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν το Κάστρο και υποχώρησαν με σοβαρές απώλειες.
Από τους αντάρτες, εκτός του Γιάννη Κούρτη, τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε σε 2 μέρες ο ομαδάρχης του ΕΛΑΣ Σπ. Τσίτσος, θάφτηκε στην Κορύστιανη με τιμές. ΄Ηταν κι ένας Εδεσίτης τραυματίας ακόμα … »

(5) Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό Αρχείο του Παπαδημήτρη (γιου του Παπαχρήστου).
– Κραψίτης Βασίλης : « Ιστορική αλήθεια για τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες », Αθληνα 1992, σελίδες 189, 190 και 191 :
« Το πρωί της 7 Νοεμβρίου 1942 έγινε από τους Γερμανούς σφοδρός κανονιοβολισμός των χωριών Προδρόμι και Βέλλιανη (σήμερα Χρυσαυγή) της Παραμυθιάς. Στο μεταξύ δύναμη γερμα-νικού λόχου με 13 πυροβόλα, όλμους και πολυβόλα, καθώς με δύνα-μη 150 Μουσουλμάνων εκπαιδευμένων στρατιωτικά και εντεταγ-μένων στις γερμανικές δυνάμεις, της οποίας προσωπικά ηγήθηκε ο Παραμυθιώτης αρχιεγκληματίας Μαζάρ Ντίνο, με υπαρχηγούς τους επίσης Παραμυθιώτες Χασάν Σουπχή Ντίνο και Φετήχ Καπόλι, κυρίεψαν το χωριό Καρυώτι χωρίς μάχη. Εκεί πυρπόλησαν το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου και 16 σπίτια… και με σκοπό την κατάληψη του χωριού Βέλλιανη έφτασαν στα πρώτα αντερίσματα. Παράλληλα από το αεροδρόμιο της Παραμυθιάς και μέσω του χωριού Προδρόμι, μια γερμανική διλοχία βάδιζε για το Μοναστήρι « ΄Αγιος Ιωάννης της Βέλλιανης …
Η αντίσταση των ανταρτών μας μειονεκτούσε, γιατί τη μέρα εκείνη απουσίαζε ο από το χωριό Προδρόμι γενναίος οπλαρχηγός Κωτσονι-κόλας. Τότε, αναδείχτηκε ηγετική μορφή ο Ιωάννης Κούρτης, που ανέβηκε στο Κάστρο της Βέλλιανης, ακολουθούμενος από τους γενναίους Θωμά Μπίκα, Σπύρο Τσίτσο, τον (τότε) νεαρό Σωτήρη Φιλίππου, τον Παπαφώτη (σ.σ. εννοεί τον Ιωάννη – Γιάννη Νάσιη ), το Σπύρο Ντάγκα, το Μιχαήλ Ντάγκα, το Σωτήρη Φάτσιο από το Καρυώτι και άλλους, που πήραν τις ανάλογες αμυντικές θέσεις. Κατέφθασαν δε τότε, ο Τσώνης με το « Fiat » και οι από το χωριό Προδρόμι καταγόμενοι Βασ. Τζίτζος ή Παπαδόπουλος, Βασ. Τσίτσος, Παύλος Φιλίππου και Ευάγγελος Ν. Γεωργίου, αδελφός του Κωτσονικόλα. …
Σε συνδυασμένη αντεπίθεση, οι Γερμανοί με τους μουσουλμάνους κυρίεψαν το χωριό Βέλλιανη, πυρπολώντας όλα τα σπίτια του, σε ταυτόχρονους δε με την από το Προδρόμι γερμανική διλοχία επίθεση κατά του κάστρου της Βέλλιανης, ακολούθησε μάχη ομηρική των ανταρτών μας, που ανάπτυξαν λαμπρές πρωτοβουλίες. Τότε, από θραύσμα οβίδας τραυματίστηκε ο γενναίος πολεμιστής και υπερασπι-στής του κάστρου της Βέλλιανης Σπύρος Τσίτσος, ο οποίος είχε λάβει μέρος με τους 10 άντρες του και στη μάχη του Ζερβοχωρίου. Τραυ-ματισμένος μεταφέρθηκε στη Φροσύνη, όπου ύστερα από δυο μέρες πέθανε και τάφηκε με τιμές αντάξιες του ηρωισμού του. Ένας Γερμανός στρατιώτης, που δεν έγινε αντιληπτός, έβαλε κατά του ηρωικού ηγέτη των δυνάμεων μας Ιωάννη Κούρτη, ο οποίος έπεσε νεκρός. ….
Οι απώλειες των ανταρτών μας ήταν : Νεκροί 2, οι Σπύρος Τσίτσος και Ιωάννης Κούρτης και 5 τραυματίες . Από τον άμαχο πληθυσμό 1 νεκρός και 3 τραυματίες. Οι απώλειες των εχθρικών δυνάμεων ήταν α) Γερμανοί : 17 νεκροί και 30 τραυματίες. Και β) Μουσουλμάνοι 1 νεκρός και 4 τραυματίες »
– Δρ. ιατρικής Χρήστος Δ. Σιώζος : « Το Προδρόμι Θεσπρωτίας », Ιωάννινα 2.000, σελ. 95 :
« Το ολοκαύτωμα του 1943
Το χωριό « χάλασε » το Νοέμβριο του 1943, μετά την εκτέλεση του 49 Προκρίτων στην Παραμυθιά, στις 29-9-1943, και μετά τη μάχη του Κάστρου της Βέλλιανης στις 7-11-1943. Σχεδόν όλοι οι Προδρο-μίτες τότε μαζί με τους κατοίκους των άλλων χωριών, περνώντας από το Σταυρό, εγκαταστάθηκαν στα χωριά του Σουλίου, όπου κάθε σουλιώτικη οικογένεια φιλοξένησε από 2-3 οικογένειες «προσφύγων ». Πολλοί λίγοι έμειναν στο ριζό, μέσα στις γράβες.
Τότε οι Γερμανοί έκαψαν όλα τα σπίτια, βομβάρδισαν το Σχολείο, πήραν ή σκότωσαν όλα τα ζώα και κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό. Οι Προδρομίτες που είχαν υποψιαστεί την καταστροφή, είχαν κρύψει τα γεννήματά στις γράβες του βουνού στο ριζό. Έρχονταν κρυφά τη νύχτα από τα « Σκάπετα » κι έπαιρναν τρόφιμα, λάδι και άλλα αγαθά »
Η καθιέρωση ημέρα μνήμης
Προς τιμήν των νεκρών, που έπεσαν κατά τα μάχη της Βέλλιανης (07.11.1943), ας καθιερωθεί ημέρα μνήμης, κατά την οποίαν στην Τοπι-κή Κοινότητα Προδρομίου της Παραμυθιάς – που είχε τους περισσό-τερους νεκρούς – και με την ενεργό συμμετοχή των άλλων δύο Τ.Κ. Βέλλιανης και Καρυωτίου, να τελείται επιμνημόσυνη δέηση και ομι-λία, στην οποία να αναφέρονται όλα τα γεγονότα της ημέρας εκείνης.
Την εν λόγω πρόταση, ας υποβάλουν από κοινού οι κοινοτάρχες του Προδρομίου, της Βέλλιανης και του Καρυωτίου προς το αρμόδιο Δήμο Σουλίου και αφού την μελετήσει, να την προωθήσει για τις περαιτέρω ενέργειες.
07.11.2025
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1]. Το κτύπημα που επέφεραν οι Καρυωτίτες στους Γερμανοτσάμηδες, ματαίωσε τα σχέδιά τους να πλαγιοβολήσουν τους αντάρτες και συνέβαλε τα μέγιστα στην έκβαση της μάχης. Οι Καρυωτίτες παρακολουθούντες την πορεία τους, προσέτρεξαν αμέσως στον ανατολικό χώρο του Κάστρου και από κει ενίσχυσαν τους μαχητές της πρώτης γραμμής.
[2]. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, όταν τραυματίστηκε ο Γάκης Σταύρος, άρχισε να φωνάζει τον πατέρα του, το Σταύρο Δήμο, που με το πολυβόλο βρισκόταν ψηλά στο βουνό κι έριχνε εναντίον των Γερμανοτσάμηδων. Κι ο πατέρας του όταν τον άκουσε, Σουλιώτικα του απάντησε : Έλα σιγά σιγά πάνω.
[3] . Το σπίτι της Λένης του Γκάτζια, βρισκόταν λίγα μέτρα αριστερά της Βρύσης της ΄Ανω Βέλλιανης, Ενετικής κατασκευής (;). Από εδώ άρχιζε μονοπάτι που ανέβαινε στο Κάστρο.
[4] Παιδιά : Εννοούσε το Σωτήρη Φιλίππου, αργότερα Διευθυντή στην Πρόνοια της Ηγουμενίτσας, το Νάσιη Μάρκο (Αθανασίου), τον Κίτσιο Φώτο (προγόνι της Φώτο Γιάνναινας), το Γάκη Ντάγκα και το Γκέλη Τσώνη.
[5] . σ.σ. : Ο Νικόλαος Γεωργίου, πατέρας του οπλαρχηγού Κωτσιο – Νικόλα, φονεύτηκε από τους Γερμανοτσάμηδες στις 14.09.1943









More Stories
Δ΄. Η απαγωγή του Χρήστου Μπαλούμη και η συνάντησή του με την κόρη του Αχμέτ Γκινίκα (απαγωγέα του)
Η 27η Σεπτεμβρίου 1943 στην Παραμυθιά (Β΄μέρος)
Η 27η Σεπτέμβρη 1943 στην Παραμυθιά (Α΄ μέρος)