paramythianews

Nέα από δήμο Σουλίου – Θεσπρωτία – Ήπειρο

Αρχική » Αφιέρωμα: Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες στα χρόνια της Κατοχής

Αφιέρωμα: Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες στα χρόνια της Κατοχής

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Δ΄.  Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες στα χρόνια της Κατοχής

Η Θεσπρωτία στην Κατοχή

Στη Θεσπρωτία κατά τα χρόνια της  Κατοχής (1941-1944) οι Αλβανο-τσάμηδες μαζί τους κατακτητές, Ιταλούς και Γερμανούς, προκάλεσαν   εκτός από τις ολοκληρωτικές καταστροφές στον αγροτικό και ζωικό πλούτο της και βιασμούς, απαγωγές γυναικών, τραυματίες, εξαφανι-σμένους και πολλούς νεκρούς. Ο αριθμός τους, αν και από τότε έχουν περάσει περίπου εβδομήντα πέντε (75) χρόνια,  δεν έχει καταγραφεί πλή-ρως. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, στα χωριά του Φαναριού, επειδή κατά τη γνωστή Καταστροφή του  Αυγούστου 1943 από τους Γερμανούς, Ιτα-λούς και Αλβανοτσάμηδες, ο πληθυσμός τους υπέστη πραγματική κά-θαρση.  Η καταγραφή τους,  από την Κρατική Επιτροπή που το 1945 (;) περιήλθε τα χωριά, αλλά  και  από ιστορικούς ερευνητές  τόσο της εποχής εκείνης όσο και αργότερα, δεν έγινε  σε βάθος, με αποτέλεσμα σήμερα να διαπιστώνονται κενά και ανακρίβειες. Πληροφορίες για όλους αυτούς μάς δίνουν όχι μόνο οι ζώντες σήμερα συγχωριανοί, γνωστοί και συγγενείς τους, αλλά και οι Ληξιαρχικές Πράξεις  θανάτου τους ή οι επιτύμβιες πλάκες που υπάρχουν στα νεκροταφεία, εφόσον ετάφησαν.

Τα θύματα που προκάλεσαν οι Αλβανοτσάμηδες στους  ΄Ελληνες ήταν κυρίως,  όλα  άντρες. Τους άντρες αυτούς εκτελούσαν ή όταν τους συνε-λάμβαναν ζωντανούς, αφού  με μεσαιωνικές μεθόδους τούς βασάνιζαν, τούς έριχναν ημιθανείς σε δύσβατες χαράδρες ή  σε πηγάδια της περιο-χής. Γι’ αυτό το λόγο και ορισμένα εξ αυτών πτώματα, παρά τις επιστα-μένες έρευνες των  συγγενών τους, ακόμα δεν έχουν βρεθεί.   

Τις Ελληνίδες βίαζαν ή απήγαγαν.

Η ηλικία των θυμάτων αυτών κυμαίνονταν   από έξι (6) έως ογδόντα (80) χρόνων.

Οι δράστες Αλβανοτσάμηδες με προπύργιο τους κατακτητές, ήταν άνδρες, οι οποίοι,  ενώ είχαν ως κίνητρο το πλιάτσικο, στην πραγματικό-τητα όμως ήθελαν να εξοντώσουν τον ανδρικό πληθυσμό, με σκοπό να  προσαρτήσουν χωρίς αντίσταση τη Θεσπρωτία στην Αλβανία.  

Ο πιο αιματοβαμμένος μήνας καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, κυρίως για την περιφέρεια της Παραμυθιάς, ήταν ο Σεπτέμβρης του 1943, που χαρακτηρίστηκε ως μαύρος Σεπτέμβρης, επειδή από τα πολλά εγκλή-ματα που διεπράχθησαν,  όλη η Θεσπρωτία ντύθηκε στα μαύρα .

Tα εγκλήματα που διέπραξαν στην περιφέρεια της Παραμυθιάς οι κατοχικές δυνάμεις με τους Αλβανοτσάμηδες  κατά το μαύρο Σεπτέμβρη του 1943 :  

–  Στις 12.09.1943,  συνέλαβαν (6) Βελλιανίτες στους πρόποδες του Κορύλα και την ΄Ανω Βέλλιανη και τέσσερις  (4) εξ αυτών μετέφεραν ως αιχμάλωτους στο στρατιωτικό στρατόπεδο  Stalag VII A του Moosburg της Βαυαρίας.  

–   Στις 14.09.1943, οι ίδιες δυνάμεις, αφού αναχώρησαν κυρίως από το Μαργαρίτι, εισέβαλαν στο χωριό Ζερβοχώρι (παλιά Δραγουμή), όπου συνέλαβαν  τριάντα οκτώ  (38) (;) άντρες. Τους άντρες αυτούς τούς οδή-γησαν στο Γαρδίκι. Εκεί φόνευσαν το Νικόλαο Ζωγράφο και, κατά τη μεταφορά τους στην Παραμυθιά, το  Γεώργιο Μαραζόπουλο, μη δυνάμενος να ακολουθήσει τη φάλαγγα, εξαιτίας των βασανιστηρίων.

Οι Ζερβοχωρίτες αυτοί, φυλακισμένοι στο Δημοτικό Σχολείο του Βούλ-γαρη, μεταφέρθηκαν  στον ελαιώνα του Γεωργίου Τσαμάτου[1], όπου εκεί απογευματινές ώρες της 28ης  Σεπτέμβρη του 1943 άνοιξαν τρεις μεγάλους λάκκους, εντός των οποίων την επομένη εκτελέστηκαν και ετάφησαν οι Σαράντα Εννέα (49) Πρόκριτοι της Παραμυθιάς.

Στις 18.09.1943, μέρα Σάββατο, συνέλαβαν εξήντα (60) χωρικούς από τα χωριά Πλακωτή, Πέντε Εκκλησιές (Οσδίνα), Ελαταριά (Λαμπανίτσα), Αγία Κυριακή (Πόποβο), Πετροβίτσα και Πολύδροσο (Βλαχώρι). Οι χωρικοί αυτοί μετέβαιναν για αγοροπωλησίες στην αγορά της Παρα-μυθιάς. Εξ αυτών, την επομένη ημέρα Κυριακή 19.09.1943, εκτέλεσαν εννέα (9) κάτω από το Δημοτικό Σχολείο του Βούλγαρη της Παραμυθιάς.

–  Στις 27.09.1943, φόνευσαν στον αυλικό χώρο του Αγίου Νικολάου της Παραμυθιάς τους :  Χρήστο Κόκκορη,  Βασίλη Μπρέστα και στη θέση Καλαμάκι του Λίβερη τη σύζυγο του Ιωάννου Παππά από το Λευτροχώρι της Παραμυθιάς. 

–  Στις 27.09.1943, συνέλαβαν κατά τη διάρκεια της νύχτας στις οικίες τους στην Παραμυθιά πενήντα τρεις (53) Παραμυθιώτες. Εξ αυτών στις 29.09.1943 εκτέλεσαν Σαράντα Εννέα (49), γνωστοί στην ιστορία ως Σαράντα Εννέα Πρόκριτοι της Παραμυθιάς.

Το μνημείο των Σαράντα Εννέα Προκρίτων της Παραμυθιάς στη σημερινή του μορφή.
Κτίστηκε στον αγρό του Γεωργίου Τσαμάτου. Η εξαγορά του αγρού ως και η δημιουργία του αγάλματος της Ελευθερίας, πληρώθηκαν με χρήματα  που διέθεσαν οι χήρες των εκτελεσθέντων.

α. Μαρτυρία της Κατερίνας Τσίλη – Κολέτση, συνταξιούχος Νηπιαγωγός. Όταν ο πατέ-ρας της Κωνσταντίνος Τσίλης εκτελέσθηκε μαζί με τους 49 Προκρίτους, ήταν τριών ετών.

β.  Βασίλη Κραψίτη : « Ιστορία της Παραμυθιάς », Β΄. έκδοση, Αθήνα 1991, σελ. 173 : « Το ΄Αγαλμα με τη στήλη των εκτελεσθέντων κ.λ.π., (η υπογράμμιση είναι της σ.σ.) έγινε με δαπάνες των οικογενειών των εκτελεσθέντων … »

–   Σπύρου Μουσελίμη : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία »,  Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 82 : 

«  Σ’ όλη τη Θεσπρωτία στην τετραετία 1941-44 από τους Τούρκους (σ.σ. Αλβανοτσάμηδες), Ιταλούς και Γερμανούς :

Σκοτώθηκαν                                           920

΄Ομηροι                                                  428

Ατιμάστηκαν γυναίκες                             209

Αρπάχτηκαν γυναίκες                              31

Κάηκαν σπίτια                                     2.332

Λεηλατήθηκαν χωριά και κάηκαν             53

Αρπάχτηκαν γιδοπρόβατα                  40.000

Αρπάχτηκαν αγελάδια                          9.285

Αρπάχτηκαν άλογα                              4.148

–  Εκθεση Ευστράτιου Ζάκκα[2] (διοικητή του Κέντρου Αλλοδαπών Ηπείρου)

Δημογραφική εικόνα της Θεσπρωτίας :

Επαρχία Θυάμιδος

Χριστιανοί                               22.595

Μουσουλμάνοι                       10.601

Επαρχία Μαργαριτίου

Χριστιανοί                               10.084

Μουσουλμάνοι                        4.051

Επαρχία Παραμυθίας

Χριστιανοί                               11.687

Μουσουλμάνοι                         2.009

Δολοφονίες και απαγωγές και από τις  (3) Επαρχίες της Θεσπρωτίας

Εκτελέσεις                                  516

Απήχθησαν                                     9

Σύνολο δραστών  :                   1.686

Σύνολο θυμάτων                    

Εκτελεσθέντες      :                     516  

Απαχθέντες                                   13             

Επιβληθείσες ποινές 1945-1947

Το ειδικό δικαστήριο Δωσιλόγων που συγκροτήθηκε στα Ιωάννινα μετά το τέλος του πολέμου καταδίκασε σε θάνατο ή σε ισόβια ή και στα δύο μαζί τους περισσότερους Αλβανοτσάμηδες :

   ποινή αριθμός
φυλάκιση    301
ισόβια    489
θάνατος    911
Σύνολο 1.701

Ανάμεσα στους νεκρούς της Κατοχής συγκαταλέγονται  και Αλβανοτσάμηδες. Οι Αλβανοτσάμηδες αυτοί όχι μόνο συνέπραξαν και συνεργάστηκαν σε όλους τους τομείς με τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές, εχθρούς της Ελλάδας, αλλά και συμπολέμησαν  μαζί τους. Μαζί τους έλαβαν μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των ελληνικών χωριών τόσο του Φαναριού, όσο και της υπόλοιπης Θεσπρωτίας.  Αυτοί ήταν οι οδοδείκτες, παραπλανώντας μάλιστα ορισμένες φορές τις τοπικές κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου να πετύχουν τους δόλιους σκοπούς τους.  

Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες

Μέχρι την άφιξη των Ιταλών στη Θεσπρωτία (Αρχές Νοεμβρίου του 1940) οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες ήταν φιλικές και  καλής γειτονίας, εκτός βέβαια από μεμονωμένες περιπτώσεις. Υπήρ-ξαν μικτοί γάμοι ή παράνομες συμβιώσεις[3]. Στη Παραμυθιά, αλλά και στα περίχωρα, αναφέρονται Αλβανοτσάμηδες που παντρεύτηκαν Ελληνίδες αλλά και Έλληνες που παντρεύτηκαν Αλβανοτσάμισσες. Η σύζυ-γος του Αγάκου Πρόνιου, ωραιοτάτη, μετά το θάνατο του συζύγου της, αφού βαφτίστηκε χριστιανή,  παντρεύτηκε το Νικόλαο Σκαπέρα, Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της Παραμυθιάς. Βελλιανίτισσα, παντρεμένη στην Παραμυθιά, αφού συνδέθηκε ερωτικά με Αλβανοτσάμη, αναχώρησε μαζί του για την Αλβανία, πριν την έναρξη του  Ελληνο-αλβανικού πολέμου 1940. Μαζί της πήρε το ένα από τα δύο παιδιά της, ηλικίας τότε δύο (2) ετών (πληρ. Ι.Β.Μ.).  Αλβανοτσάμης ήταν Βλάμης στο γάμο του Καριωτίτη Νικόλα Γκάτζια, κρατώντας περήφανα  το μπαϊράκι (την ελληνική σημαία). Ο Πρόνιος της Παραμυθιάς είχε μουσακά τα γίδια με το Νικόλα Κοντό (Καριώτι). (πληρ. Κ.Ν.Κ.). Πολλοί Αλβανοτσάμηδες ήσαν τσοπάνηδες στα ζώα των Ελλήνων, αλλά και πολλοί ΄Ελληνες εργάζονταν στα κτήματα των Αλβανοτσάμηδων.

Αλβανοτσάμισσα στο συνοικισμό της Παραμυθιάς ΄Αγιο Νικόλαο βύζανε μωρό χριστιανόπουλο, επειδή η μάνα του δεν είχε γάλα (πληρ. Χ.Δ.Λ.).   Από χωριό νότια της Παραμυθιάς, χριστιανή Ελληνίδα, επειδή δεν περνούσε καλά με τον άντρα της,   συνέζησε στο Καρβουνάρι με τον Τούρκο λήσταρχο Λιάζη (Ιλιάζ).  Όταν αργότερα ο Τάκης Κοντός, ο Νικόλας Κιάμος και ο Τσίλη Μάστορας σκότωσαν το Λιάζη  και κρέμασαν  το κεφάλι του στον Πλάτανο επί του κεντρικού δρόμου της Παραμυθιάς, η χριστιανή γυναίκα του επέστρεψε στο χωριό της.  Εκεί εμπιστευτικά ομολόγησε τα εξής : 

Όταν εγώ πήγα στο Λιάζη, ο Χότζας με έπαιρνε συνέχεια κάθε βράδυ και για μια εβδομάδα με πατούσε στην κοιλιά. Με πατούσε,  για να μου βγει το λάδι που βαφτίστηκα και να με κάνει Τουρκάλα (Μουσουλμάνα).  (πληρ. Κ.Ν.Κ.).

Οι καλές αυτές φιλικές σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες  οφείλονταν και στο γεγονός ότι μεταξύ τους υπήρχαν και εξ αίματος συγγένειες, παλιών βεβαίως γενεών. Τις συγγένειες αυτές δεν τις είχαν λησμονήσει, ανεξάρτητα, αν λόγω  των Τούρκικων πιέσεων, οι δεύτεροι είχαν εξαναγκασθεί να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν Μουσουλμάνοι. Ορισμένοι απ’ αυτούς διατηρούσαν κρυφά πολλά χριστιανικά ήθη και έθιμα. Είχαν εικονίσματα στα σπίτια τους, έκαναν το σταυρό τους. Γιόρταζαν το Πάσχα και τα Χριστούγεννα ως και τις άλλες μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης και  για να εξαπατήσουν τους Τούρκους, πολλοί  άλλαζαν τα  χριστιανικά τους ονόματα και έπαιρναν τούρκικα. (Βλέπ. :   Σπύρου Μουσελίμη : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », ό.α. σελ.35) :

Οι σχέσεις αυτές, αν και είχαν μεσολαβήσει τα μαύρα κατοχικά χρόνια 1941–1944, δεν έσβησαν κι όταν ακόμα οι Αλβανοτσάμηδες το καλο-καίρι του 1944 εγκατέλειψαν τη Θεσπρωτία.

Γραπτές Μαρτυρίες :

–  Τούλας Στεφανίδου – Μαλακάτα[4] : « Το Μαργαρίτι », Αθήνα 1989, εκδόσεις Σοκόλη, σελ. 125 – 126 :

                                    «  Το γράμμα

–  Πατριώτη, που γύρισες από την Αλβανία, μήπως έμαθες για την αδελφοποιτή μου; Τσάμισσα σαν κι εμάς από τα μέρη μας ήταν. 

–  Λυπάμαι, τίποτε δεν ξέρω.  ΄Υστερα από πολλά χρόνια.

– Πατριώτη, εσύ που γύρισες λίγο πριν από την Αλβανία, μήπως έμαθες, αν ζει η αδελφοποιτή μου; ΄Ηταν λυγερόκορμη, καστανο-μάτα, όμορφη και μικροπαντρεμένη. Μοναχοκόρη ήτανε σε τέσσερα αδέλφια, είχε κορίτσι αχρόνηγο και αμάθητη ήταν στις δυσκολίες της ζωής. Μικρές σαν ήμασταν στον υβορό και στο γιούρτι, γυρίζαμε και παίζαμε πεντόβολα, μέσα στη στέρνα την πλατιά, τα κεφάλια μας σκύβαμε και φωνάζαμε για ν’ ακούσουμε την ηχώ. Μια μπέσα μάς ένωνε από τα πολύ παλιά τα χρόνια. Η θρησκεία δεν μας χώριζε, η Εκκλησία, τα τζαμιά μάς αδελφώνανε. Από τους προπαππούδες μας κι ακόμη μακρύτερα φιλία έδενε τις δυο φαμίλιες.

Να τον άντεξε το δρόμο της προσφυγιάς;

–  Νομίζω, ναι, πως ζει.

Χαρά μεγάλη πήρε, αλλά περνούν τα χρόνια χωρίς ειδήσεις κι όλο την τρώει της αμφιβολίας η αγωνία. Κι ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια, έρχεται ένα γράμμα από την Αλβανία, ευγενικό και πένθιμο από το μεγάλο αδελφό.

Ρωτάει για τους δικούς της πρώτα, ποιοι ζουν, πόσοι πεθάνανε κι ύστερα αραδιάζει τις συμφορές τους, τις ατελείωτες.

«  Μόλις φύγαμε, πέθανε στο δρόμο η αδελφοποιτή[5] σου κι ήταν μονάχα είκοσι χρόνων. Σε λίγο το κοριτσάκι της κι αργότερα ο άντρας της.

Πέθανε κι ο πατέρας μας και η γιαγιά. Ατέλειωτες οι λύπες και τα δάκρυα, πριν προλάβουμε να κουρνιάξουμε κάπου ».

Γράμμα πικρό, που το υποψιάζονταν τόσα χρόνια. Σκέψεις θλιβερές, απαίσιες για τους αιμοσταγείς τους τυράννους, τους παρανοϊκούς που βάζουν τους λαούς να σκοτώνονται και δεν τους αφήνουν να ζούνε μονιασμένα με την αγάπη στην καρδιά ».

Αθανάσιου Γκότοβου :  « Η Παραμυθιά στο στόχαστρο », Φιλοπρόοδος  ΄Ομιλος Παραμυθιάς, Παραμυθιά 2007, σελ. 35 :

«  … Ο μουσουλμανικός πληθυσμός υπάκουσε στην πολιτικο-στρατιωτική του ηγεσία, παγιδεύτηκε στα αλυτρωτικά της σχέδια και συνέργησε άμεσα ή έμμεσα στην κάθαρση της Θεσπρωτίας από τον (εθνοτικά) ελληνικό πληθυσμό. Οι ατομικές περιπτώσεις παροχής βοήθειας και στήριξης στον διωκόμενο πληθυσμό – κυρίως εξαιτίας των στενών προσωπικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου – αναμφίβολα υπάρχουν, δεν έφθασαν όμως ποτέ μέχρι του σημείου υπολογίσιμης πολιτικής ή και στρατιωτικής αμφισβήτησης της μειονοτικής εξουσίας, η οποία συνεργάστηκε ανοιχτά, συστηματικά μέχρι τέλους πρώτα με τις ιταλικές και μετά με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Η Ασιγιέ[6] και ο Φαντίλ μπορεί να ήταν αντίθετοι στην εκτέλεση των μαρτύρων της Παραμυθιάς, αλλά εκ των πραγμάτων δεν μπόρεσαν – ούτε και θα μπορούσαν, μπροστά στη γενικευμένη συναίνεση των ομοθρήσκων τους να « χαλάσει το ρωμαίικο και να γένει αλβανικό » να τη προλάβουν, πολύ περισσότερο να την αποτρέψουν, όταν το σχέδιο είχε τεθεί σε εφαρμογή ».

  • Θεσπρωτική (εφημερίδα Ηγουμενίτσας). 27 Σεπτεμβρίου 2016 : Αντωνίου Δρίμτζια[7] , γιος του Χαράλαμπου Δρίμτζια που εκτελέστηκε μαζί με τους 49 Πρόκριτους της Παραμυθιάς. (Συνταξιούχος αστυνο-μικός )   :

« Μνήμες επιζώντων παιδιών, εκτελεσθέντων από τους Ναζί και Μουσουλμάνους την 29η  Σεπτέμβρη 1943 » :

«  … Η μάνα μου κατάλαβε. Μπήκε μέσα κι άρχισε το μοιρολόι, όπως συνήθιζαν. Πίσω κι εμείς. ΄Εξι και ο Πέτρος στη σαρμανίτσα επτά. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Ξεκίνησαν αρκετές γυναίκες, ανα-μαλλιασμένες να πάνε στον τόπο της εκτέλεσης, αλλά στο Καρκαμίσι είχαν στήσει μπλόκο, Γερμανοί και Μουσουλμάνοι και δεν τις άφησαν να προχωρήσουν. Γύρισαν πίσω. Την άλλη μέρα η μάνα μου μάζεψε τα ερείπια της ψυχής, μάς μάζεψε στο ματζάτο και μάς είπε : « Τον πατέρα σας τον σκότωσαν. Πρέπει εμείς να αγωνιστούμε για να ζήσουμε …»

Μετά τρεις μήνες από την εκτέλεση του πατέρα, η μάνα με άλλες χήρες πήγε στην Πάργα να μάσει ελιές. Παραμονή των Χριστου-γέννων γύρισε στο σπίτι και η πρώτη της δουλειά ήταν να ζητήσει το μικρό Πέτρο. Ήθελε να τον θηλάσει. Τότε ο παππούς μου, που είχε φροντίσει να είναι εκεί, βγήκε στην πόρτα και της είπε : « ΄Ελα μέσα, έχεις και άλλα παιδιά ». Η συνέχεια είναι γνωστή. …

Όταν ο Πέτρος εννέα (9) μηνών χαροπάλευε, μεσάνυχτα η αδελφή μου η Βαρβάρα χτύπησε το παράθυρο της γειτόνισσας Μουσουλ-μάνας Τζιέκο να έλθει,  μήπως συνεφέρει το μικρό. Η Τζιέκο, μόλις μπήκε στο δωμάτιο και είδε το εικόνισμα στον τοίχο, είπε στη Βαρβάρα : « Φέρε το εικόνισμα ». Το πήρε, το έβαλε στο στήθος του μικρού, αλλά ήταν αργά. Ο Πέτρος έφυγε χωρίς η μάνα να είναι εκεί … ».

Προφορικές μαρτυρίες

–  Ο Χρήστος Δημ. Λώλος, συνταξιούχος δάσκαλος :

« ΄Αγιος Νικόλαος της Παραμυθιάς.  Όταν στις 27 Ιουνίου του 1944 κατέβηκαν οι αντάρτες του Ζέρβα στην Παραμυθιά, γειτόνισσα Αλβανοτσάμισσα μπήκε τρέχοντας στο σπίτι της μάνας μου. 

–  Πάρε, τής είπε, αυτό το σακουλάκι.  Έρχονται οι αντάρτες, εμένα θα με σκοτώσουν και θα μου το πάρουν. 

Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας ψηλός αντάρτης κι  άρπαξε με νεύρα από τα χέρια της μάνας μου το σακουλάκι…

Μετά από χρόνια, όταν στις 27.02.1947 η μάνα μου παντρευόταν στη Βέλλιανη, ενώ ήταν νύφη, ο αντάρτης αυτός πήγε  να τη χαιρετήσει :

–  Εσύ, του είπε η μάνα, δεν είσαι ο αντάρτης που στις 27 Ιουνίου του 1944 ήρθες στο σπίτι μου στον Άγιο Νικόλα της Παραμυθιάς και μού άρπαξες από τα χέρια το σακουλάκι με τις λίρες που εκείνη τη στιγμή μου έδινε η Αλβανοτσάμισσα γειτόνισσά μου;

–  ΄Οχι, όχι, της είπε. Λάθος κάνεις, δεν ήμουν εγώ.

Κι όμως,  η μάνα μου δεν έκανε λάθος. Αυτός ήταν  … »

–    Μπακαγιάννης Ευάγγελος  (Μαργαρίτι), συνταξιούχος ιπτάμενος μηχανικός  :

«  Ο ΕΛΑΣ στο Μαργαρίτι

Όταν ήρθε στο Μαργαρίτι ο EΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευ-θερωτικός  Στρατός),  ο Μουλάς Σιμ έβγαλε λόγο στην Πλατεία :

–   Αδέρφια μου, είπε.  Πρέπει τώρα να ζήσουμε όλοι μαζί αγα-πημένα. 

–  Πες μου Μουλά Σιμ, του φώναξε δυνατά ένας ΄Ελληνας, που έχεις τα κόκαλα του πατέρα μου, του Παπα Σπύρου Νούτση, για να τα πάρω και να τα θάψω στην εκκλησία;

–  Τα κόκαλα του πατέρα μου, που τα έχεις κρυμμένα, του φώναξε ο γιος του προέδρου των Σπαθαραίων, του Βασίλη Τσούπη.

Ο κόσμος άρχισε να διαμαρτύρεται. Ο Μουλάς Σιμ σταμάτησε την ομιλία του. ΄Ηρθε στο σπίτι του παππού μου. Ο παππούς αφού τον χαιρέτησε, τού έκανε καφέ. Μετά από λίγο το σπίτι του το είχαν περικυκλώσει στρατιώτες του ΕΛΑΣ.  Ο παππούς μου, βγαίνοντας έξω, τούς είπε :

–  Τι θέλετε;

– Το Μουλά Σιμ.

– Θα τον πάρετε.

Προτού φύγει ο Μουλάς Σιμ, έβγαλε  ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο  έγραψε :

«΄Ολη την περιουσία μου και τα βακούφια τα αφήνω στο Βαγγέλη Μπακαγιάννη », δηλαδή στον παππού μου.

–  Εμείς, Μουλά Σιμ, τού είπε ο παππούς μου, δεν μπορούμε να φροντίσουμε τη δικιά μας περιουσία, να πάρουμε και τη δικιά σου;

Το χαρτί αυτό,  αργότερα χάθηκε.

Στη συνέχεια ο Μουλάς Σιμ εγκατέλειψε το Μαργαρίτι και πήγε στη Θράκη ».

Το αμάρτημα του παπα – Γιώργη

Παραθέτω  παρακάτω σε απόσπασμα το αμάρτημα του παπα – Γιώργη, αν και δεν αναφέρεται στα κατοχικά χρόνια (1941-1944 ) της Τσαμου-ριάς  ή στις σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανοτσάμηδες. ΄Εχει όμως σχέση  με τους Μουσουλμάνους (Τούρκους) και τη χριστιανοσύνη,  παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις τόσο του Μητροπολίτη όσο και του Καϊμακάμη ( Καϊμακάμης : Τούρκος πολιτικός και στρατιωτικός αξιωματούχος ).

Πηγή :  Νεοελληνικά Αναγνώσματα της Β΄. Λυκείου

  • Χρίστος Χριστοβασίλης[8]« Το αμάρτημα του παπα – Γιώργη » :

 «  Το αμάρτημα που θα διηγηθώ έχει γίνει στην Κόνιτσα, λίγα χρόνια πριν ελευθερωθεί από τον τούρκικο ζυγό.  …

Μια νύχτα παρουσιάζεται στο σπίτι του παπα – Γιώργη ένας Τούρκος και του λέγει :

–  Να κοπιάσεις, παπα- Γιώργη, στο σπίτι μου, πολύ σε παρακαλώ, να μου διαβάσεις μια ευκή στη γυναίκα μου, γιατί έχει δυο μέρες με τους πόνους και δεν μπορεί να γεννήσει ακόμα.

–  Αλλά, ευλογημένε… (Φτου ! φτου ! τον θεοκατάρατο τον Αγαρηνό ! είπε μέσα του ο παπα – Γιώργης, γιατί ονόμασε « ευλογη-μένον » τον αλλόπιστον Τούρκο)… Αλλά, αγά μου, φοβούμαι νά’ ρθω, γιατί θα το μάθει ο καϊμακάμης και θα με κάνει εξορία ! Δεν έρχομαι ! Πήγαινε στην ευκή του Θε… (Φτου ! φτου ! πάλε τον θεο-κατάρατο τον Αγαρηνό ! ξανάειπε πάλε από μέσα του ο παπάς). Πήγαινε στο καλό, αγά μου !  Πήγαινε στο καλό ! Μη με πάρεις στο λαιμό σου !

Βλέποντας ο Τούρκος την επίμονη άρνηση του παπά, έφυγε, αλλά σε λίγο ξαναγύρισε και του είπε άγρια κι απελπισμένα :

–  Θά’ ρθεις, παπά ! Αλλιώτικα δε γίνεται ! Πεθαίνει η γυναίκα μου ! Δεν μπορεί να γεννήσει και φωνάζει :  « Φέρτε μου τον παπα – Γιώργη, που με γλίτωσε και στην άλλη μου γέννα με το διάβασμά του ! »

–  Σε λυπούμαι πολύ, αγά μου, μ’ αυτά που μου λες, αλλά δεν μπορώ νά ’ρθω … Φοβούμαι, σου είπα, τον Καϊμακάμη…

Τότε ο Τούρκος βγάζει μια αστραφτερή μαχαίρα και του λέει :

–  Τη βλέπεις αυτήν, παπά;  ΄Η έρχεσαι, ή στην έχωσα στα στήθια.

Και πετούσαν τα μάτια του φωτιές. Τι να’ κανε τότε ο καημένος ο παπα-Γιώργης; Απ’ τη μια μεριά η μεγάλη κι ασυγχώρητη αμαρτία, που θα πετούσαν τα άγια στα σκυλιά (τοις κυσί), όπως είχε ειπεί ο Μητροπολίτης, κι από την άλλη ο φόβος μην το μάθει ο Καϊμακάμης κι ο Μητροπολίτης ! Εμπρός βαθύ και πίσω ρέμα. Αλλά και « παπάς δεμένος γράφει και ξεγράφει ». Κι έτσι θέλοντας και μη, πήρε το ευχολόγι του, το πετραχήλι του, ένα κηρί και λίγο θυμίαμα κι ακολούθησε τον Τούρκο, τρέμοντας από το φόβο του. Φτάνοντας στο τουρκόπιστο, διάβασε παράκληση, κι ω του θάματος, ύστερα από μισή ώρα γέννησε η Τούρκισσα !

Από στόμα σε στόμα, κρυφά – κρυφά, το ’μαθαν όλες οι Τούρκισσες της Κόνιτσας, ότι η Φατμέ του Χασάν Ζέλφου, δεν μπορούσε να γεννήσει, προσκάλεσε τον παπα – Γιώργη να τη διαβάσει, και μόλις την διάβασε, γέννησε μια χαρά…

Κι έλεγαν οι Τούρκισσες :

–  Μωρέ, τι καλό διάβασμα έχει ο παπα-Γιώργης ! ΄Αμα διαβάσει, πιάνει αμέσως το διάβασμά του !

–  Βαλλαΐ, είναι άγιος άνθρωπος! Διαβάζει και τον ακούει ο Θεός. Τι πειράζει που είναι χριστιανός; Τον αγαπάει ο Θεός και τον έχει στο χουσμέτι του. Ο Θεός έπλασε και τους Τούρκους και τους Χριστιανούς. ΄Ολους παιδιά του μάς έχει.

–  Νοικοκύρης είναι κι όποιον θέλει παίρει στο χουσμέτι του…

–  Πόσοι Τούρκοι είναι που παίρουν Χριστιανούς στη δούλεψή τους και δεν παίρουν Τούρκους. ΄Ετσι κι ο Θεός – προσκυνούμε το όνομά του – έχει πάρει τον παπα – Γιώργη από τον τόπο μας.

Κι έτσι ο παπα- Γιώργης έγινε αξιαγάπητος σ’ όλο το τουρκο-γυναι-καρειό της Κόνιτσας. Κι η αγάπη μεταδόθηκε από τις Τούρκισσες στους άντρες τους, στα αδέρφια τους και στους γονέους τους.

Ο παπα-Γιώργης μπαινόβγαινε τις νύχτες στα τουρκόσπιτα « για διάβασμα» και δεν τον μαρτυρούσε κανένας στον Καϊμακάμη.

Κάποτε όμως αρρώστησε κι ένα παιδί του Καϊμακάμη και δεν μπορούσαν να το κάνουν καλά οι γιατροί. Κιντύνευε και σώνονταν μέρα με την ημέρα. Μια χανούμισσα, η πρώτη χανούμισσα της Κόνιτσας, η γυναίκα του ονομαστού Σιαχίνμπέη, φιλινάδα της καϊμακάμαινας, της είπε μια μέρα :

–  Καημένη, Χατιτζέ-χανούμ. Δεν φωνάζεις τον παπα-Γιώργη να σου διαβάσει το παιδί σου να γένει καλά;

–  Τι μού λες αυτού, Χανούμ-εφέντη, της απάντησε η καϊμακάμαινα, που δεν ήταν Κονιτσιώτισσα και δεν πίστευε στα χριστιανικά αγιω-τικά. Πώς είναι δυνατόν να κάνει καλά το παιδί μου το διάβασμα ενός γκιαούρη;

–  Άκου με, Χανούμ-εφέντη! Της είπε πάλε εκείνη. Αν θέλεις να γένει το παιδί σου καλά, να πάρεις τον παπά – Γιώργη να σου το διαβά-σει.

Πέρασαν μέρες, βδομάδες, ίσως και μήνας και το παιδί της καϊμα-κάμαινας όχι μόνον δεν γένονταν καλά με τα γιατρικά των γιατρών, αλλά και χειροτέρευε. Τότε, στην απελπισιά της, μια βραδιά, κρυφά από τον άντρα της προσκάλεσε τον παπα-Γιώργη και το διάβασε. Τ’ άρρωστο παιδί, εφτά – οχτώ χρονών παλικαράκι, αισθάνθηκε έναν εσωτερικό κλονισμό στην εμφάνιση του παπά και στις προφυλάξες που μεταχειρίστηκε η μητέρα του για να μπει κρυφά ο παπάς τη νύχτα στο διαμέρισμά της κι άρχισε να τρέμει.

Ο παπα-Γιώργης το καθησύχασε με ήμερον τρόπο, τού διάβασε την παράκληση, το θυμιάτισε με μοσχολίβανο, το σταύρωσε με τον Τίμιο Σταυρό και φεύγοντας είπε στην καϊμακάμαινα :

–  Η δύναμη του Θεού κι όχι η δική μου, του ανάξιου αμαρτωλού, θα κάνει καλά το παιδί σου.

Καθώς το είπε ο παπα-Γιώργης, έτσι κι έγινε. Από κείνη τη νύχτα κόπηκε η θέρμη του παιδιού και σε λίγες μέρες έγινε καλά !

΄Εμαθε ο Καϊμακάμης την αιτία της θεραπείας του παιδιού του, κι αν και φανατικός μουσουλμάνος – γιατί δεν ήταν Κονιτσιώτης – και δεν αγαπούσε τους Χριστιανούς, φώναξε κρυφά τον παπα-Γιώργη και το’δωκε δέκα λίρες κέρασμα και συνάμα την άδεια να διαβάζει ελεύτερα στα τούρκικα τα σπίτια, αλλά με μεγάλη προσοχή να μην το μάθει η αστυνομία ή κανένας χαφιές, γιατί τότε, ως Καϊμακάμης θα ήταν υποχρεωμένος να τον καταδιώξει.

Αλλά δεν μπορεί να μείνει για πολύ κρυφό ένα πράγμα που το ξέρουν πολλοί. Τα πολλά τα λάδια, τα πολλά τα κηριά κι οι πολλές και χοντρές λαμπάδες που πήγαινε ο παπα-Γιώργης στην εκκλησιά, χωρίς να φανερώνει από πού στέλλονταν, έδωκαν την υπόνοια στους άλλους παπάδες και στους εφοροεπιτρόπους της εκκλησιάς ότι ο παπα-Γιώργης βρίσκονταν σε σχέσεις με τουρκόσπιτα και διάβαζε κρυφοπαρακλήσες σε Τούρκους. Κι έπρεπε, αν όχι από κακία, αλλ’ από καθήκον, να καταγγείλουν το πράγμα στον Μητροπολίτη. Ο Μητροπολίτης, μη όντας εντόπιος και ζυμωμένος με τα ήθη και έθιμα του τόπου, και λίγο μόνον χρόνο ευρισκόμενος στην Κόνιτσα, δεν είχε την απαιτούμενη αντίληψη ως προς το ζήτημα τούτο, αν κι ικανός ιεράρχης κατά τα άλλα, κι άμα του καταγγέλθηκε ότι ο παπα-Γιώργης διάβαζε παρακλήσες σε τουρκόσπιτα (« σταύρωσον ! σταύρωσον », τον έκανε αργό « πάσης ιεροπραξίας » επ’ αόρι-στον! … »

Τα επόμενα χρόνια, ο Μητροπολίτης της Κόνιτσας εγκατέλειψε την Κόνιτσα. Στη θέση του ήρθε ο μετέπειτα των Ιωαννίνων Μητροπολίτης Σπυρίδωνας. Ο Σπυρίδωνας, αφού άκουσε από τον ίδιο τον παπα – Γιώργη  « το αμάρτημα του », συγκινημένος του είπε : 

 «  … Πάρε το πετραχήλι σου, διάβαζε ευκές και παρακλήσες όσες μπορέσεις στα τούρκικα τα σπίτια, και την ερχόμενη Κυριακή νά’ ρθεις να λειτουργήσεις μαζί μου στη Μητρόπολη »….

                                                                    10.11.2025

                                                      Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1]. α.   Βασίλη Κραψίτη :  « Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας », Αθήνα 1986, σελ. 121.

β.  Παναγιώτης Χρ. Τσαμάτος :  « Εν Παραμυθία τη 29-9-1943 », Παραμυθιά, Σε-πτέμβριος 2007, σελ. 16, υποσημείωση 18

[2]. Αθανάσιου Γκότοβου :  « Τσαμουριά », εναλλακτικές Εκδόσεις, Ιούνιος 2016, σελ. 90  έως  117.

[3]. Βασίλη Κραψίτη : « Η ιστορική αλήθεια για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες », Αθήνα 1992, σελ. 46  :

 « … Στο θεσπρωτικό χώρο απαντήθηκαν μικτοί γάμοι ή παράνομες συμβιώσεις, πάντως τα τέκνα τους ελάβαιναν ονόματα μωαμεθανικά και χριστιανικά… »

[4] . Νέα του Μαργαριτιού  (Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος 2016) : Θωμά Γκίνη : « Αφι-έρωμα στην Τούλα Στεφανίδου – Μαλακάτα »

[5]Σταματία Σωτ. Μπίκα – Μιχαήλ  (Βέλλιανη)  :

«  Αδερφοποιτές

 Αδερφοποιτές γίνονταν δύο  ή και περισσότερες κοπέλες που δεν είχαν αναμεταξύ τους συγγένεια πρώτου βαθμού. Γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Οι  κοπέλες αυτές, αφού πήγαιναν στην εκκλησία,  μετά τη Θεία Λειτουργία στέκονταν όρθιες η μια δίπλα στην άλλη μπροστά στον παπά. Εκεί  οι κοπέλες ακουμπούσαν τα χέρια τους η μια πάνω στα χέρια της άλλης, έχοντας την παλάμη τους προς τα κάτω.  ΄Υστερα ο παπάς έριχνε πάνω στα κεφάλια τους το πετραχήλι του, διαβάζοντας  και την ανάλογη ευχή. Από κείνη τη στιγμή οι κοπέλες αυτές ήταν αδερφοποιτές. Οι αδερφοποιτές τώρα  δεν αποκαλούνταν μεταξύ τους με το βαφτιστικό τους όνομα, αλλά με το όνομα αδερφοποιτή. Επίσης η μια   αποκαλούσε τη μάνα της άλλης Σταυρομάνα. Το Πάσχα άλλαζαν μεταξύ τους δώρα, κουλούρια, αυγά, και μια ποδιά με ένα χερομάντιλο.  Εγώ στη Βέλλιανη είχα αδερφοποιτή τη συχωρεμένη  Δοξία του Ναστάση Μπίκα ».

(σ.σ. Κατ’ άλλη άποψη, αδερφοποιτές γίνονταν και τη Δευτέρα του Πάσχα).

[6]H Ασιγιέ Αράπη (1883-1959) Αλβανοτσάμισσα, σύζυγος του Φαντίκ (ή Φαντίλ) Αράπη, παρέμεινε   στην Παραμυθιά και μετά το καλοκαίρι του 1944. Από τη δεκαετία του 1950 εργαζόταν ως καθαρίστρια και επιστάτρια στο παλιό Γυμνάσιο της Παρα-μυθιάς.  Απεβίωσε στις 10.03.1959 (;) 

( Βλ. a. Νικόλαου Αθαν. Μίνη « Ήπειρος μάνα μου » 1997, σελ. 89. .

Η Πόπη Εργολάβου – Αποστολάκη (Παραμυθιά)

« Η Ασιγιέ ζούσε μόνη της. Όταν οι Τούρκοι είχαν Ραμαζάνι, κάθε βράδυ με το βασίλεμα του ηλιού, ανέβαινε στο κεντρικό δάσος της Παραμυθιάς (το δάσος του Γαλατά) από το δρόμο που ήταν το σπίτι του Κίτσιο Σακαρέλη. Μαζί της κουβαλούσε ένα μεγάλο τύμπα-νο. Κάτω από το δάσος είχε το σπίτι του ο Χότζας. Εμείς τα παιδιά κάναμε χάζι. Βλέ-παμε το Χότζα να κάνει βόλτα στην αυλή του σπιτιού του και περιμέναμε. Περιμέναμε να τον ακούσουμε να φωνάζει :

–  Ασιγιέ,  χτύπα.

Και η Ασιγιέ αμέσως άρχιζε να χτυπάει δυνατά το τύμπανο.

Οι Τούρκοι άντρες, που όλοι τους ήταν γύρω από την τάβλα με το φαγητό, μόλις άκουγαν  το τύμπανο, άρχιζαν να τρων, γιατί στη συνέχεια θα άρχιζε νηστεία και προσευχή. Επειδή  έτρωγαν πάντα με το βασίλεμα του ηλιού,  οι γονείς μας μάς  έλεγαν :

« Με το βασίλεμα του ηλιού δεν κάνει να τρώτε. Αυτή την ώρα τρων οι Τούρκοι ».

΄Υστερα από μισή ώρα περίπου η Ασιγιέ πάλι, μετά τη φωνή του Χότζα,  ξαναχτυπούσε το τύμπανο. Και οι Τούρκοι αμέσως είτε χόρτασαν είτε όχι, σταματούσαν το φαγητό »)

[7] Ο Χαράλαμπος Δρίμτζιας (1880-1943) έλαβε μέρος στο Ελληνοαλβανικό Μέτωπο ως έφεδρος αξιωματικός. Μετά την κατάρρευση του Μετώπου επέστρεψε στην Παρα-μυθιά, όπου εργαζόταν ως γεωργός, αλλά και ως ράφτης.  Στις 15.08.1943 συνελήφθη από τους Ναζί μαζί με άλλους τριανταπέντε (35) Παραμυθιώτες. Στην γερμανική κατάσταση των συλληφθέντων, μπροστά από το όνομά του υπήρχε  Χ. To  X αυτό σήμαινε  επικίνδυνος.  Όταν εκτελέστηκε στις 29.09.1943,  άφησε πίσω του τη σύζυγό του Ελένη (1894-1986), το γένος  Δημητρίου Ζορκάδη,   με πέντε (5) αγόρια και δύο (2) κορίτσια. Εκτός όμως αυτών είχε κι άλλα  δύο κορίτσια με το όνομα Αικατερίνη, που απεβίωσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Η Ελένη μετά το θάνατο του άντρα της, ξενοδουλεύτρα, πάλεψε με όλες τις  δυσκολίες της ζωής, αφιερώνοντας τον εαυτόν της  στην ανατροφή των παιδιών της.  Από τα παιδιά της :  ο Βασίλης έγινε  δικαστικός, ο Αντώνιος αστυνομικός, ο Σωτήρης δάσκαλος,  ο Γρηγόρης ράπτης. Και ο Πέτρος απεβίωσε σε ηλικία εννέα (9) μηνών. Από τα κορίτσια  της η Βαρβάρα παντρεύτηκε το Γιώργο Μαραγκό και η Αικατερίνη  το Γιώργο Μαρτίνη, γονείς τού εν αποστρατεία ταξίαρχου της αστυνομίας Σπύρου Μαρτίνη.

[8] . Ο Χρήστος Χριστοβασίλης  (1861-1937) γεννήθηκε στο Σουλόπουλο των Ιωαννίνων και απεβίωσε στα Ιωάννινα. ΄Εφηβος έλαβε μέρος στην Επανάσταση του Λυκουρσίου (1878)  εναντίον των Τούρκων.  Δύο φορές συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Κατόρθωσε όμως να δραπετεύσει. Μετέβηκε στην Αθήνα όπου και σπούδασε. Εκεί κέρδισε το βραβείο της εφημερίδας Ακρόπολις για το έργο του « Διηγήματα της στάνης ». Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου 1913  εξέδωσε την εφημερίδα « Ελευθερία ». Εξελέγη δύο φορές βουλευτής στο ελληνικό κοινοβούλιο. Υπήρξε δεινός διώκτης των λήσταρχων της Ηπείρου.

Θέλετε να μας στηρίξετε;

Μια δωρεά από εσάς μας είναι πολύτιμη. Χρησιμοποιήστε τον σύνδεσμο της paypal για ασφάλεια: