
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Δ΄. Η απαγωγή του Χρήστου Μπαλούμη και η  συνάντησή του με την κόρη του  Αχμέτ Γκινίκα (απαγωγέα του)                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   
Ο Χρήστος Μπαλούμης
Ο Χρήστος Μπαλούμης γεννήθηκε στους Σπαθαραίους το 1934. Γονείς του ήταν ο Βασίλης Μπαλούμης και η Ελένη Διαμάντη. Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής έχασε τη μάνα του. Τον Αύγουστο του 1942, ενώ βρισκόταν στην Κυψέλη του Φαναριού στο σπίτι του παππού του, τον απήγαγε ο Αλβανοτσάμης Ριζά Γκινίκας, αφενός μεν για να εκδικηθεί το σκοτωμένο γιο του, αφετέρου δε για να εκβιάσει τον πατέρα του. Μετά το 1944 και για έξι (6) συνεχή χρόνια φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο του Μαργαριτιού. Στο Μαργαρίτι έμενε με τον πατέρα του και τη μητριά του στο εγκαταλειμμένο σπίτι του Αγούση Μουλά. Το 1960 μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου παντρεύτηκε τη Γερμανίδα Rose Marie. Μαζί της απόκτησε, το Βασίλη, τo Μάρκο και την Αγγελική.
Το 2010 έδωσε συνέντευξη στη ERT στην οποία περιληπτικά αναφέρθηκε στις καλές προκατοχικές σχέσεις ανάμεσα στους ΄Ελληνες και Αλβανοτσάμηδες της περιοχής των Σπαθαραίων, στο Γιασίν Σαντήκ, στην πολεμική δράση του πατέρα του και στην δικιά του απαγωγή από το Ριζά Γκινίκα. …
Στις 10 Δεκεμβρίου 2024 απεβίωσε στη Γερμανία και στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τη σύζυγό του και τα παιδιά του στο χωριό του, όπου και ετάφη στο εκεί νεκροταφείο.
Ο πρώτος που κατέγραψε με λεπτομέρειες την απαγωγή του από το Ριζά Γκινίκα, ήταν ο αείμνηστος δάσκαλος Χρήστος Δημητριάδης από το Μανδρότοπο Παραμυθιάς (βλέπ. π.κ.)
Η απαγωγή του Χρήστου Μπαλούμη (αφηγείται ο ίδιος)
« Το καλοκαίρι του 1942 ο πατέρας μου βρισκόταν στο Βουνό. Η μάνα μου είχε πεθάνει. Οι θείοι μου ήταν όλοι αντάρτες. ΄Εγώ έμενα στην Κυψέλη μαζί με τον παππού και τη γιαγιά.
΄Ηταν, μάλλον, Αύγουστος μήνας 1942. Βρισκόμουν μέσα στο σπίτι. Δίπλα μου ήταν η θεία Δημητρούλα. Ο παππούς στο κρεβάτι τον πονούσε το πόδι. Η γιαγιά μου είχε πάει να μάσει τις κότες. Εκεί ήρθε ο Τουρκοτσάμης από το Μαργαρίτι Ριζά Γκινίκας. Με άρπαξε από το χέρι. Εγώ πιάστηκα από τα ρούχα της θείας. Άρχισα να φωνάζω. Με τράβηξε δυνατά. Με ανέβασε πιο πάνω στη ράχη, όπου περίμενε με τρία φορτωμένα άλογα ο Τέντη Γκινίκας, αδερφός του Ριζά. Εκεί με δεμένα τα χέρια με έδεσε πίσω από ένα άλογο. Ανεβήκαμε στις Λίπες (τοποθεσία) του Καρβουναριού. Εγώ έκλαιγα, φώναζα διψάω. Όταν φθάσαμε στη Ζούπα, που είναι το πηγάδι, θυμάμαι σαν να ’ναι τώργια. Ο τοίχος του ήταν λίγο πεσμένος. Δεξιά κι αριστερά ξεχώριζε το κοκκινόχωμα. Εδώ, αφού μού έλυσαν τα χεριά, μού έδωσαν νερό. ΄Υστερα και πάλι με δεμένα τα χέρια και δεμένος πίσω από το άλογο, κατεβήκαμε στα πρώτα σπίτια του Μαργαριτιού.
– Πάρτο το παιδί, είπε ο Ριζάς Γκινίκας στον αδερφό του τον Τέντη και πήγαινέ το στο δικό σου σπίτι. Εσύ έχεις δυο παιδιά. Μπορεί να παίξει μαζί τους. Αν μείνει στο δικό μου σπίτι, θα φοβάται. Αρκετά έχει τρομοκρατηθεί από μένα στο δρόμο.
΄Υστερα ο Ριζάς Γκινίκας απευθύνθηκε σε μένα :
– Μην πεις σε κανένα ότι είσαι ο Χρήστος του Βάσιη Μπαλούμη. Το όνομά σου δεν πρέπει να το ακούσει κανείς. Αν όμως σε ρωτήσει κάποιος τι κάνεις εδώ, να πεις ότι ήρθες για να φυλάξεις τα κατσίκια.
– Εντάξει;
– Εντάξει, του απάντησα.
Στη συνέχεια ο Ριζάς έστειλε γράμμα στον πατέρα μου :
– Βασίλη Μπαλούμη, τού έγραφε, αν δεν παραδοθείς, θα ψήσω το παιδί σου ζωντανό στο φούρνο.
– Να το ψήσεις, του απάντησε ο πατέρας μου, αλλά μη ξεχάσεις να στείλεις και σε μένα ένα κομμάτι να φάω κι εγώ.
Εγώ τρεις μέρες έμεινα στο σπίτι του Τέντη Γκινίκα. Την τέταρτη μέρα με έβαλαν καβάλα σ’ ένα γαϊδούρι, επειδή δεν είχα παπούτσια και μαζί με τα παιδιά του Τέντη Γκινίκα μάς πήγαν στον Βράστοβο, στον κάμπο. Εκεί όλη μέρα φυλάξαμε τα ζώα και το βράδυ γυρίσα-με σπίτι.
Η γυναίκα του Τέντη Γκινίκα, αφού μού φόρεσε καθαρά ρούχα των παιδιών της, έπλυνε και στέγνωσε τα δικά μου.
Την 7η μέρα, τα μεσάνυχτα ήρθαν στο σπίτι του Τέντη Γκινίκα 6 ή 7 ξαδέρφια των Γκινικαίων. Με ξύπνησαν. Εγώ άρχισα να κλαίω.
– Θα με σκοτώσετε; τους λέω.
– Όχι, μου απάντησαν, θα σε πάμε στον πατέρα σου.
Από δω, αφού με έβαλαν στα καπούλια ενός αλόγου, με πήγαν στη Σενίτσα. Δεν είχε φέξει. Εκεί ήρθε ένας κοντός άντρας με άσπρη βράκα και τουφέκι. Ο άντρας αυτός ήταν ο Μήτ (Δημήτρης) Χήρας. Είχε ραντεβού με τα ξαδέρφια των Γκινικαίων.
– ΄Ελα μαζί μου, μού φώναξε.
Εγώ άρχισα να κλαίω και μάλιστα δυνατά.
– Σκοτώσαμε, σκοτώσατε, είπαν οι Γκινικαίοι στο Μιτ Χήρα, τώρα πρέπει να σταματήσουμε.
Μετά ο Μιτ Χήρας, αφού με ανέβασε πάνω από τις βρύσες της Σενίτσας, με παρέδωσε στην αδερφή του Πατέρα μου, την Ευαγγε-λία.

(1) Τη φωτογρ. μού την έστειλε ο Θωμάς Γκίνης
΄Ετσι, ενώ τέλειωσε η απαγωγή μου από το Ριζά Γκινίκα, η φυγή μου από την κανονική ζωή συνεχίστηκε. Για δυόμισι μήνες, περίπου, έμεινα στη Σενίτσα και σε διαφορετικά σπίτια. Την πρώτη εβδομάδα με πήραν οι Ντανασαίοι (σ.σ. σήμερα έχουν το επώνυμο Αηδόνης). Τη δεύτερη οι ανιψιές του πατέρα μου, κόρες του Χρήστου Λύκα. Ο πατέρας τους ήταν ταχυδρόμος στην Πάργα. Επειδή, όμως, μια μέρα ήρθαν στη Σενίτσα Τούρκοι, φοβήθηκαν και με έδιωξαν από το σπίτι τους. Μετά το διώξιμο, εγώ γύριζα, κλαίγοντας μέσα στις ελιές. Εκεί με βρήκε ο Χρήστος Τσοβίλης, συγγενής του πατέρα μου. Αμέσως με πήρε στο σπίτι του, που το είχαν κάψει οι Ιταλοί και μύριζε ακόμα καΐλα Από εδώ, μετά από δυο μήνες, με πήρε και με έφερε στο Μορφάτι η Κατερίνα, χήρα του Σπύρου Μπαλούμη, που τον άντρα της είχε σκοτώσει ο Σιαμπάν Γκινίκας.
Οι Γκινικαίοι ήταν τρία αδέρφια : Ριζάς, Σιαμπάν και Τέντη.
Από όσα αφηγήθηκα, ορισμένα θυμάμαι ο ίδιος και τα υπόλοιπα μου τα είχε πει ο πατέρας μου ».

(2) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Θωμάς Γκίνης
Μαρτυρίες για την απαγωγή του Χρήστου Μπαλούμη
– Δημήτριος Μάτης
« Ο Βασίλης Μπαλούμης, όταν έμαθε ότι οι Αλβανοτσάμηδες σκο-πεύουν να απαγάγουν το γιο του, κρυφά τον μετέφερε στην Κυψέλη που ζούσαν τα πεθερικά του. Εκεί, για να μην αναγνωρίζεται, τον έντυσαν με φουστάνια. Παρά ταύτα, ο Ριζά Γκινίκας τον απήγαγε, με σκοπό να τον ψήσει ζωντανό στο φούρνο. Όταν, όμως, η γυναίκα του είδε το Χρήστο, με θυμό τού φώναξε :
– Δεν ντρέπεσαι Ριζά, αυτό το Μαξούμι, μού έφερες να ψήσω στο φούρνο;
΄Ετσι, μετά από μερικές μέρες, οι Γκινικαίοι παρέδωσαν το Χρήστο στο Μήτη (Δημήτρη) Χήρα, κάτοικο του Ελευθερίου ».
– Μάρκος Θάνος, πολιτικός Μηχανικός από το Ελευθέριο (παλιά Σενίτσα) του Μαργαρτιού :
«… Σχετικά με την απελευθέρωση του Χρήστου Μπαλούμη, γιου του Βασίλη Μπαλούμη, μεγάλο ρόλο έπαιξε η σωφροσύνη των Ελευθε-ριωτών, παπα – Χρήστου (ιερέα), Βασίλη Θάνου, Δημήτρη Χήρα και του τότε αγροφύλακα. Αυτοί καθένας από το πόστο του, ήρθαν σε επαφή με τα παιδιά του Ομέρ αγά. Εδώ υπήρχε και η άλλη άπο-ψη, των παλικαράδων, που ήθελαν να εκδράμουν νύχτα στο Μαρ-γαρίτι, να κάψουν, να φονεύσουν και να ελευθερώσουν τον αιχμάλωτο Χρήστο…
Από το Μαργαρίτι το Χρήστο καβάλα στα καπούλια αλόγου τον πήγαν στο λιοτριβείο του Ελευθερίου. Εκεί τον παρέδωσαν στο Δημήτριο Χήρα. ΄Υστερα ο Χήρας τον ανέβασε στο Δημοτικό Σχολειό, απ’ όπου τον πήραν συγγενείς του … ».
– Χρυσαυγής, συζύγου του Λεωνίδα Χήρα :
« … Όταν οι Τούρκοι έπιασαν το Χρήστο Μπαλούμη, τόν μετέ-φεραν στο Μαργαρίτι. Εκεί τόν κράτησαν μια εβδομάδα ΄Υστερα τόν έφεραν στη Σενίτσα και τόν παρέδωσαν στον μετέπειτα πεθερό μου, το Μήτη Χήρα, στο σπίτι του οποίου παρέμεινε μία εβδομάδα. Από αυτόν τόν παρέλαβαν οι αδερφές Τσίλω (Βασιλική), σύζυγος του Τσίλη Τσοβίλη με την Τσίνα (Ευφροσύνη), κόρες του Χρήστου Λίκα Η μητέρα τους ήταν από το σόι των Μπαλουμαίων ».
– Στέφανου Ιωάννου Γκίνη, μέλους της Εθνικής Αντίστασης :
« Αρχές Σεπτεμβρίου του 1943 ο Ριζάς Γκινίκας με τη βοήθεια των Ιταλών και Μουσουλμάνων του Μαργαριτίου συλλαμβάνουν στην Κυψέλη Πρέβεζας (Φαναριού) τον γιο του Βασίλη Μπαλούμη το Χρήστο, ο οποίος ήταν, περίπου, επτά ετών. Τον μεταφέρουν στο Μαργαρίτι, όπου στο σπίτι του Ριζά Γκινίκα, ανάβουν το φούρνο και τον παρουσιάζουν μπροστά στη γυναίκα του Ριζά :
– Τι θέλεις να τόν κάνουμε, τη ρώτησαν; Να τόν ψήσουμε ζωντανό ή να τόν σφάξουμε σαν κατσίκι;
Τότε η Αλβανοτσάμισσα μητέρα, βλέποντας το άμοιρο μικρό παιδάκι και αισθάνοντας τον πόνο που ίδια πέρασε, χάνοντας το δικό της παιδί, αλλά και την αδικία που αυτοί πρώτοι[1] άρχισαν, τούς λέει :
– Τι μού φταίει αυτό το μαξούμι; να πάτε να βρείτε τους μεγάλους, τα παιδιά δεν φταίνε σε τίποτε … . »
Παράλληλα έστειλαν χαμπέρι στον πατέρα του Χρήστου ότι αν ήθελε να ξαναδεί το παιδί του ζωντανό, έπρεπε να πάει στο Μαργαρίτι και να δηλώσει υποταγή στους Τουρκαλβανούς.
Ο Βασίλης Μπαλούμης, αφού απέρριψε την πρόταση των Τουρκαλ-βανών, τους απείλησε ότι αν συμβεί κάποιο κακό στο γιο του, θα το πληρώσουν ακριβά.
Τότε, ορισμένοι μετριοπαθείς και από τις δυο πλευρές μεσολάβη-σαν, ώστε να μη χυθεί άλλο αίμα και ιδιαίτερα από μικρά παιδιά. Από τους ΄Ελληνες το ρόλο του μεσολαβητή ανέλαβε ο Δημήτριος Χήρας, κάτοικος του Ελευθερίου, ενώ από τους Αλβανοτσάμηδες ο Ομέρ αγάς του Μαργαριτιού. Οι δυο τους ήταν φίλοι και συμφώ-νησαν να παραδοθεί το αιχμάλωτο παιδί στους Ελευθεριώτες. Έτσι ο μικρός Χρήστος, αφού παρέμεινε για μία εβδομάδα αιχμάλωτος στο Μαργαρίτι, παραδόθηκε στον ίδιο το Δημήτρη Χήρα.
Η παράδοση έγινε στην τοποθεσία Γιωρίτσα, που βρίσκεται ανάμε-σα στο Μαργαρίτι και Ελευθέριο. … ».
(Τις δύο τελευταίες μαρτυρίες μού έστειλε ο Θωμάς Γκίνης)
Γραπτή μαρτυρία
– Χρήστου Δημητριάδη : « Απελευθερωτικοί αγώνες Θεσπρωτών », Ήπειρος 1999, σελ. 102 έ. 106 (ακολουθεί απόσπασμα) :
« Ο ασυμβίβαστος Μπαλούμης και η ομηρία του 7χρονου γιου του
Ο Μαργαριτιώτης Ριζάς Γκινίκας ανακαλύπτει το καταφύγιο της οικογενείας Βασιλείου Μπαλούμη. Με ομάδα Τουρκαλβανών και με τη συνδρομή ένοπλων Ιταλών στα δεσπόζοντα σημεία του χωριού Κυψέλη, συλλαμβάνει και απαγάγει με υπόδειξη των κατοίκων τον ανυποψίαστο και αθώο επτάχρονο Χρήστο… Τα τρανταχτά κλάματά του, η ηχηρή, παρακλητική φωνή του : « Αφήστε με, τι φταίω εγώ, πιάστε τον πατέρα μου ! », σπάραζε και συσπάραζε τις παιδικές ψυχές των συμπαιχτών του και συγκλόνιζε τις παρευρισκόμενες Ελληνίδες μητέρες….
Διαμήνυσαν στο Βασίλειο Μπαλούμη ότι, αν θέλει το γιο του ζω-ντανό και ελεύθερο, να εγκαταλείψει κάθε αντιστασιακή στάση, να επιδείξει υποταγή στην παρούσα κατάσταση εξουσίας και, επί πλέον, να συμβάλει με την επιρροή του να επιβληθεί η ηρεμία και ανεκτική στάση των Ελλήνων, για ειρήνη.
Προειδοποιούν δε και επισημαίνουν ότι σε περίπτωση μη συμμορ-φώσεως και μη υπακοής στις εντολές, ισοδυναμεί με απόρριψη των προτάσεών μας και τότε, « ο γιος σου θα ψηθεί σε φούρνο » . …
Ο ελληνόψυχος Βασίλειος Μπαλούμης απαντά ασυμβίβαστα. …
Η μεσολάβηση των σωφρονεστέρων παραγόντων ως και η σημα-ντική παρέμβαση του μεγαλοτσιφλικά της περιοχής Αγά Ομέρ Κασίμ, κατέληξε στην παράδοση και απελευθέρωση του μικρού ομήρου Χρήστου Μπαλούμη. …
Μέσα και κάτω από τη θολή και καταθλιπτική κατάσταση του περιβάλλοντος, προβάλλει μια ακτίνα φωτός, μια πηγή χαράς και στήριξης, για τον μικρό όμηρο Χρήστο
Είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη, ισχυρή και φωτεινή προσωπικότητα, είναι μια μητέρα Αλβανοτσάμισσα. Είναι η σύζυγος του απαγωγέα, Ριζά Γκινίκα ( σ.σ. Σύμφωνα με την αφήγηση του Χρήστου Μπαλούμη, η ανα-φερόμενη σύζυγος, ήταν η σύζυγος του Τέντη Γκινίκα, αδερφού του Ριζά), που εκτός των προτερημάτων της, ως μητέρα, νιώθει και κατανοεί τη λεπτότητα, την ευπάθεια και την πλαστικότητα της παιδικής ψυχής. Στηρίζει πολύτροπα και απλόχερα τον κλονιζόμενο, παιδικό του κόσμο. Η συμπεριφορά της, οι πράξεις της και η όλη της στάση μαρτυρούν ότι κοσμείται από αρετές και ανθρωπισμό, που ο Χρήστος, οικογενειάρχης πλέον, αναπολεί με ευγνωμοσύνη την όλη στάση της. …»
Ο Χρήστος Μπαλούμης συναντιέται με την Αφροδίτη κόρη του Αχμέτ Γκινίκα :
΄Ηταν Καλοκαίρι του 1996. Ο Χρήστος Μπαλούμης, ενώ εργαζόταν στη Γερμανία, βρέθηκε με άδεια μαζί με τη σύζυγό του στους Σπαθαραίους. Εκεί πληροφορήθηκε, ότι η κόρη του Αλβνοτσάμη Μαργαριτιώτη Αχμέτ Γκινίκα που εργαζόταν στην ΄Αρτα, επιθυμούσε να συναντηθεί μαζί του :
– Ο Χρήστος Μπαλούμης
« Από συγγενή μου, που ζει στο Καρτέρι της Ηγουμενίτσας πληρο-φορήθηκα ότι η Αφροδίτη, κόρη του Αχμέτ Γκινίκα, συγγενή του Ριζά Γκινίκα, ζούσε στην ΄Αρτα. Αφού έμαθα το τηλέφωνό της και μιλήσαμε, μια Κυριακή μαζί με τη γυναίκα μου έσμιξα με τον Αλβανό άντρα της στο Πρακτορείο των Αθηνών της ΄Αρτας. Από κει πήγαμε στο σπίτι τους, όπου συνάντησα την Αφροδίτη. Αγκαλια-στήκαμε, λες κι ήμασταν συγγενείς και είχαμε χρόνια να ανταμώ-σουμε. Μαζί τους ήταν και τα δυο κοριτσάκια τους. ΄Ολοι ήξεραν άπταιστα ελληνικά.
– Ο πατέρας μου, μού είπε η Αφροδίτη, μού είχε πει όλη την ιστορία σου. Μού είχε πει ότι σε άρπαξαν από τη γιαγιά σου και για επτά μέρες έμεινες στο σπίτι του θείου μου Τέντη. Γι’ αυτό, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, θέλαμε να σε συναντήσουμε.
΄Υστερα παρέα πήγαμε βόλτα στο γιοφύρι της ΄Αρτας. Αργότερα έμαθα ότι έφυγε από την ΄Αρτα κι ήρθε στην Πάργα. … ».
– Χρήστου Δημητριάδη : « Απελευθερωτικοί αγώνες Θεσπρωτών » ό.α., σελ. 106 :
« … Οι καιροί και οι καταστάσεις αλλάζουν. Και με την κατάρρευση του κομουνιστικού καθεστώτος 1989-90, Αλβανοί, κατά ομάδες ανεξέλεγκτες, διέρχονται τα σύνορα της Ελλάδας, αναζη-τώντας εργασία επιβίωσης. Το 1996 η κόρη της Αλβανοτσάμισσας μητέρας και κόρη του απαγωγέα Ριζά Γκινίκα αναζητά συνάντηση με το Χρήστο και συναντιούνται στην ΄Αρτα, όπου εργάζεται … ».
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] .σ.σ. Πράγματι, πρώτοι άρχισαν οι Γκινίκα, φονεύοντας τον από τους Σπαθαραίους Χρήστο Ζαραβούτσι, ηλικίας 17 ετών, ενώ έτρωγε σύκα πάνω σε συκιά.









More Stories
Η 27η Σεπτεμβρίου 1943 στην Παραμυθιά (Β΄μέρος)
Η 27η Σεπτέμβρη 1943 στην Παραμυθιά (Α΄ μέρος)
Η εκτέλεση των Εννέα Επαρχιωτών 19 Σεπτεμβρίου 1943 (τρίτο μέρος)