Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Γενίτσαροι (νέοι στρατιώτες) στα τουρκικά genits tseri ονομάζονταν οι στρατιώτες που υπηρετούσαν στα ειδικά τάγματα του εκάστοτε σουλ-τάνου ή στις φρουρές των επαρχιακών κέντρων. Οι στρατιώτες αυτοί αρχικά προήρχοντο από Χριστιανούς αιχμαλώτους και αργότερα από Χριστιανόπουλα που στρατολογούσαν κατά το παιδομάζωμα, κυρίως από βαλκανικές χώρες. Από το έτος 1740 μπορούσε οποιοσδήποτε Τούρκος να εισέλθει στο σώμα των γενιτσάρων, αφού αποκτούσε, κατό-πιν αγοράς, το δίπλωμα με την ονομασία γενίτσαρος.
Οι γενίτσαροι στους πρώτους αιώνες ήταν ευτραφείς, εύσωμοι, πειθαρ-χημένοι, εκπαιδευμένοι στη χρήση των στρατιωτικών όπλων, με αντοχή στην πείνα, στη δίψα και στις πορείες. Επίσης εκπαιδεύονταν και στο να προκαλούν φρικτά βασανιστήρια στους αιχμαλώτους πολέμων ή σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς να νιώθουν γι’ αυτούς κανέναν οίκτο. Μέχρι το ήμισυ του 16ου αιώνα δεν επιτρέπονταν να παντρευτούν[1] και να ασκούν διάφορα επαγγέλματα. Το 1566 όμως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Α΄. ο μεγαλοπρεπής, τους παραχώρησε το δικαίωμα να παντρεύονται[2], να δημιουργούν δική τους οικογένεια και να ασκούν διάφορα βιοπο-ριστικά επαγγέλματα. Είχαν τυφλή υπακοή στο Σουλτάνο. Δεν έφεραν γενειάδα. Ήταν ξυρισμένοι σ’ ολόκληρη την κεφαλή, αφήνοντας στην κορυφή της μακριά φούντα. Φορούσαν μπλε ρούχα ( βλέπ. φωτογρ.) και μακρύ, μυτερό σκούφο. Χόρευαν ειδικούς χορούς. Παρέλασαν με ξεχωριστό εμβατήριο (μεχτέρ), κραβγάζοντας : « Κερί Αλάχ – Ραχήμ Αλάχ » ( Γενναιόδωρε Θεέ. Ελεήμονα Θεέ ). Κατοικούσαν σε θαλάμους.
Είχαν κανονικό μισθολόγιο. Έτρωγαν καθημερινά φρέσκο ψωμί, ζεστό μαγειρεμένο αρνίσιο κρέας με ρύζι και βούτυρο. Γι’ αυτό, το ιερότατο πράγμα γι’ αυτούς ήταν το καζάνι του μαγειρείου, πάνω στο οποίο έδιναν το όρκο του Γενίτσαρου (λεπτ. π.κ. ). Μάθαιναν ανάγνωση και μελετούσαν το κοράνι. Η δημιουργία των ταγμάτων τους άρχισε πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και, μάλλον, κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα. Στην αρχή υπηρετούσαν σ’ αυτά 1.000 γενίτσαροι και λειτουργούσαν αποκλειστικά ως σωματοφυλακή του εκάστοτε Σουλτάνου. Με την πάροδο όμως των αιώνων ο αριθμός τους έφθάσε το 1826 σε 140.000 στρατιώτες :
– Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών 1974, Τ.Ι, σελ. 34 :
« Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε συστήθηκε το σώμα των γενιτσάρων. Φαίνεται όμως ότι στο δεύτερο ήμισυ του 14ου αι. πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά η σύστασή τους σε τακτικό σώμα από τους αιχμαλώτους πολέμου κατά τις επιχειρήσεις εναντίον χριστιανικών περιοχών. Αυτοί είναι οι γενίτσαροι, τα « νέα στρατεύματα » στην κυριολεξία.Αιχμάλωτοι πολέμου ως επί το πλείστον αρχικά, και στρατολογημένα παιδιά χριστιανών σχεδόν αποκλειστικά αργότερα. (…)
Δύναμη γενιτσάρων έδρευε μόνιμα στην πρωτεύουσα του κράτους και ήταν στην υπηρεσία του σουλτάνου, αφού ουσιαστικά αποτε-λούσε την προσωπική φρουρά του. Το μεγαλύτερο μέρος τους όμως επάνδρωνε τις φρουρές επαρχιακών διοικητικών κέντρων, όπου ήταν υπό τις άμεσες διαταγές των τοπικών διοικητών. Και στις δύο περιπτώσεις, οι γενίτσαροι ήταν πάντα σε πολεμική ετοιμότητα για την καταστολή επαναστάσεων στο εσωτερικό ή για την αντιμετώπιση εξωτερικών εχθρών ».
– Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Έθνους, εκδ.1927, λήμμα γενίτσαροι, σελ. 194 :
« Οι γενίτσαροι απεξενούντο τελείως από της οικογενείας των, ιδίαν δε οικογένειαν δεν ηδύναντο να δημιουργήσωσι, διότι ο γάμος ήτο αυστηρώς απηγορευμένος εις αυτούς, καθώς και η εκμάθησις οιασήποτε τέχνης, ως μόνον οίκον είχον τον στρατώνα, μόνο επάγγελμα το των όπλων, ως συγγενείς τους γενιτσάρους συ-στρατιώτας των και προστάτας τους εν τη ιεραρχία του τάγματός των βαθμούχους, υπέρ πάντας δε πατέρα και τ ρ ο φ ο δ ό τ η ν τον Σουλτάνον, ούτινος καυχώμενοι εκαλούντο ευπειθή και πιστά τέκνα.
Αι θεμελειώδεις αρχαί υφ’ ων διείπετο το σώμα των γενιτσάρων ήσαν: Απόλυτος πειθαρχία και υποταγή εις τους ανωτέρους, από-λυτος σύμπνοια, αποχή από πάσης πολυτελείας και κενοδοξίας, απλότης, πιστή συμμόρφωσις εις τας αρχάς του ευλαβούς Μου-σουλμάνου, στρατολογία αυτών εκ μόνων των παίδων των προ-ερχομένων εκ του παιδομαζώματος και εκ των αιχμαλωτιζομέ-νων χριστιανοπαίδων » (…)
– Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου « Ιστορία του Ελληνικού έθνους », εκδόσεις Γαλαξία 1971, βιβλίον ΙΔ, σελ. 16 – 47
Σελ.19 : « … ΄Εκτοτε όμως και ιδίως από του 1567 το σώμα των γενιτσάρων ήρχισε να αναπληρούται δια των ιδίων αυτού τέκνων, εξ ου οι πολλή μεν επήλθεν αυτού αύξησις, μείζων δε διαφθορά. Μέχρι του έτους 1637 ο αριθμός των εμμίσθων γενι-τσάρων, από 12.000, συνεποσώθη εις 46.000, οίτινες εξήντλουν το αυτοκρατορικόν ταμείον. Εις τούτους δε προσθετέον και άλ-λους τόσους αμίσθους, οίτινες δια χρημάτων και άλλων μέσων παρεισέδυον εις τους καταλόγους των γενιτσάρων, ίνα μετέχωσι των ωφειλημάτων αυτών και προνομίων .
– Δημητρίου Καμπουράκη : « Το καζάνι του μαγειρείου των γενιτσάρων (news IT.gr).
“ Τα τρομερά αυτά σώματα, τους πρώτους αιώνες προέρχονταν αποκλειστικά από επιλογή των πιο εύρωστων και έξυπνων παιδιών (διότι μετά μπήκαν και Τούρκοι και εκφυλίστηκαν), ζούσαν βίο τόσο σκληρό και λιτό, που δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους καμία πολυτέλεια. Ζωή τους ήταν το στράτευμα και σπίτι τους το στρα-τόπεδο. Κάτι σαν τους αρχαίους Λακεδαιμόνιους, αλλά στην πιο σκληρή εκδοχή, αφού οι Σπαρτιάτες ζούσαν μεν στον στρατώνα, διέθεταν όμως νοικοκυριό και οικογένεια. Γι αυτό και είχαν αναπτύξει μια ακατανόητη για τις μέρες μας σχέση με το μαγειρείο του στρατοπέδου και τα καζάνια του. Το ιερότερο διαμέρισμα του στρατώνα των γενιτσάρων, είτε επρόκειτο για τον μόνιμο στρατώνα
είτε για πρόχειρο σε εκστρατείες, ήταν το μαγειρείο. Εκεί συνε-δρίαζε το συμβούλιο των αξιωματικών, εκεί συγκεντρώνονταν οι άνδρες. Ήταν άσυλο απαραβίαστο για οποιονδήποτε ξένο. Τα καζάνια στα οποία παρασκευαζόταν το φαγητό των γενιτσάρων ήταν τα ιερότερα σύμβολα τους. Ούτε η σημαία, ούτε τα ατομικά όπλα καθενός είχαν τόση αίγλη. Κι όταν οι γενίτσαροι, ειδικά την τελευταία τους περίοδο, στασίαζαν κατά του σουλτάνου, αναπο-δογύριζαν τα καζάνια τους. Αν έφτανε στο παλάτι η είδηση ότι οι γενίτσαροι αναποδογύρισαν τα καζάνια τους, σήμαινε ότι είχε ξεσπάσει ανταρσία, που θα λυνόταν με στρατιωτικό τρόπο και όχι με συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις. Το αναποδογύρισμα του καζα-νιού ήταν γι αυτούς συνώνυμο με το «νίκη ή θάνατος». Οι νέοι γενίτσαροι που έμπαιναν στο σώμα ορκίζονταν πάνω στο καζάνι του φαγητού, η επιδιόρθωση των καζανιών, που τρυπούσαν από τη χρήση, γινόταν με τρόπο τελετουργικό και πολύπλοκο. Σε περίπτωση ήττας και υποχώρησης, οι τελευταίοι γενίτσαροι συγκε-ντρώνονταν γύρω από το μαγειρείο τους, για να το υπερασπιστούν μέχρι θανάτου. Σώμα γενιτσάρων, που άφηνε να κυριευτεί το μαγειρείο του και ο εχθρός έπαιρνε τα καζάνια του, ήταν ισοβίως ατιμωμένο ”.
Οι εξεγέρσεις των γενίτσαρων
Οι γενίτσαροι, μετά την αύξηση της δύναμής τους, την απόκτηση πολ-λών δικαιωμάτων, τη δημιουργία οικογένειας, την εκμάθηση βιοπορι-στικών επαγγελμάτων και την ανάμειξή τους στην πολιτική ζωή, εξε-γέρθηκαν πολλές φορές. Εμπόδισαν τους Σουλτάνους, που επιδίωξαν να επιβάλλουν μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δύο απ’ αυτούς, αφού τους εκθρόνισαν και τους φόνευσαν, στη θέση τους ανέβασαν πρόσωπα της αρεσκείας τους. Αντιτάχθηκαν στην απόφαση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, επειδή την εποχή εκείνη η πλειοψηφία τους ήταν Αλβανοί, δηλαδή ομοεθνείς του τυράννου της Ηπείρου. Ανελέητα λεηλατούσαν και τυραννούσαν τον άμαχο πληθυσμό, τρομοκρατώντας ακόμα και αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης :
– Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ό.α.), Τ. Ι Α., σελ. 110. :
« Οι γενίτσαροι με το δικαίωμα που απέκτησαν να νυμφεύονται και να ασκούν βιοποριστικά επαγγέλματα και με τη δυνατότητα διεισδύσεως στο σώμα από το 1740 καθενός που διέθετε το ποσό για την αγορά ενός διπλώματος ονομασίας τους σε γενίτσαρο, απέβαλαν κάθε έννοια πειθαρχίας. Από το 1622 που σκότωσαν τον Οσμάν Β΄. προσπαθούσαν να διαδραματίζουν όλο και περισ-σότερο αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Στασίαζαν, εκβίαζαν καταστάσεις, τρομοκρατούσαν τους Σουλτάνους και συντελούσαν στην άνοδο ή πτώση μεγάλων βεζίρηδων ή άλλων αξιωματούχων του κράτους. (…)
Η προσπάθεια του Σελίμ Γ΄. (1789-1807) να σχηματίσει τακτικό στρατό υπό το όνομα nizam cedid (νέα οργάνωση) προκάλεσε την εξέγερση των γενιτσάρων και την εκτέλεση του ιδίου του σουλτά-νου».
– Διονυσίου Δ. Κόκκινου « Η Ελληνική Επανάστασις », έκδ. 1956, Τ.Α, σελ. 243 – 244 :
« Ο Μαχμούτ ο Β΄. ήθελε να απαλλάξει την Τουρκίαν από την τυραννίαν και τας ατιμίας των γενιτσάρων. Μετά την καταστρο-φήν των δερεβέηδων, ατιθάσων Τούρκων λυμαινομένων τας ευ-φορωτέρας κοιλάδας του κράτους εν ονόματι θρυλουμένων κλη-ρονομικών δικαιωμάτων, ουδέποτε αναγνωρισθέντων, ηθέλησε να εκμηδενίσει τους γινιτσάρους, τους αποτελούντας κράτος εν κράτει, απειθούντας εις κάθε αρχήν, τυραννούντας τους αμάχους πληθυ-σμούς και απειλούντας και αυτούς τους σουλτάνους. Η πεποίθησις του Μαχμούτ περί του κακού, που εξακολουθούσαν να κάνουν εις την Τουρκίαν οι γενίτσαροι, είχε μεταβληθεί εις ψύχωσιν. Η εμπι-στοσύνη και η εύνοιά του προς τον Χαλέπ εφέντη, τον έχοντα τον τίτλον του Δοβλέτ – Ναζιρή, πρώτου συμβούλου, δηλαδή του σουλτάνου, και ο οποίος πράγματι είχε καταστεί ισχυρότερος από τον μέγαν βεζίρην, έγινε απεριόριστος, όταν κατά το μυστικο-συμβούλιο, το γενόμενο εις τα ανάκτορα δια την στάσιν της Πύλης απέναντι του Αλή πασά, μόνος ο Χαλέπ συνέστησε τον πόλεμον εναντίον του αντάρτου, χωρίς καμίαν προσπάθεια συναλλαγής. Με τη γνώμη αυτήν είχεν συνταχθεί τότε και ο ηγεμών της Μολδαβίας Σούτσος (…) Ο αντάρτης της Ηπείρου ασκούσε την επιρροήν του εντός αυτής της Κωνσταντινουπόλεως. Οι γενίτσαροι αλβανικής καταγωγής κατά την εποχήν εκείνην οι περισσότεροι, ήσαν όλοι υπέρ του Αλή και δεν ήθελον την εξόντωσίν του. (…)
Και η εκστρατεία κατά του Αλή απεφασίσθη. Οι γενίτσαροι τότε εφρύαξαν. Έβλεπαν εις την καταστροφήν του Αλή τον πρόλογον του ιδίου των αφανισμού. Και απειθάρχητοι όπως ήσαν και συνηθισμένοι να επικρίνουν τας αποφάσεις της Πύλης χωρίς να καταδιώκονται, εξεδήλωσαν την δυσαρέσκειάν των. (…)
Οι διάλυση των ταγμάτων των γενιτσάρων
Τα τάγματα των γενιτσάρων, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύθηκαν μάλλον κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα. Η προσφορά τους προς την Υψηλή Πύλη, κυρίως κατά τους πρώτους αιώνες, ήταν μεγάλη. Με την πάροδο όμως των αιώνων άρχισαν να φθείρονται και να καθίστανται επιζήμια. Γι’ αυτό, μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες διαλύσεώς τους, διαλύθηκαν οριστικά στις 14 Ιουνίου 1826 επί Σουλτάνου Μαχ-μούτ Β΄., επειδή στασίασαν στην εντολή του να ενσωματωθούν στα ευρωπαϊκά συστήματα. Ο σουλτανικός στρατός, καταλλήλως προετοι-μασμένος, επετέθη με πυροβόλα εναντίον τους και η στάση πνίγηκε στο αίμα.
– Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Έθνους, εκδ.1927, λήμμα γενίτσαροι, σελ. 195 :
« Την 14ην Ιουνίου 1826 ενηργείτο επιθεώρησις, εις ην συμμε-τέσχον και οι ορτάδες (λόχοι) των γενιτσάρων. Αποκαμόντες ούτοι εκ της ορθοστασίας και των διαφόρων ελιγμών και αηδιάσαντες εκ των ευρωπαϊκών νεωτερισμών, απήλθον θορυβοδώς εκ του πεδίου της επιθεωρήσεως και διασκορπισθέντες εις τας συνοικίας ήρχισαν να διαρπάζωσι και να πυρπολώσιν αυτάς, την δε επαύ-ριον συγκεντρωθέντες εις το Άτ-μεϊντάν (τον βυζαντινόν Ιππό-δρομον), ανέτρεψαν τους λέβητάς των και απήτησαν παρά του Σουλτάνου την κεφαλήν των ανωτέρων του κράτους λειτουργών, ως υπαιτίων της υπαγωγής και αυτών εις τα ευρωπαϊκά στρα-τιωτικά συστήματα. Άλλ’ ο Μαχμούτ είχε λάβει ήδη την απόφασιν να απαλλαγεί δια παντός των αγρίων εκείνων στιφών, εις απά-ντησιν δε των αξιώσεών των ανεπέτασεν την ιεράν σημαίαν, το σαντζάκ – σερφ, επί του τεμένους του Σουλτάνου Αχμέτ. Επί τη θέα του ιερού συμβόλου του Ισλάμ, ο τουρκικός όχλος της πρωτευούσης λαβών τα όπλα έδραμεν εις βοήθειαν του Σουλτάνου, ο δε γενικός αρχηγός των γενιτσάρων μετά των περί αυτόν πιστών ανδρών και των λοιπών στρατευμάτων της Κωνσταντινουπόλεως, περιεκύκλωσαν τους στασιαστάς, ων άλλους μεν κατέσφαξαν εντός του Ιπποδρόμου και των οδών της πόλεως, άλλους δε έκαυ-σαν εντός των στρατώνων των. Οκτακισχίλιοι (800) γενίτσαροι απωλέσθησαν εν Κωνσταντινουπόλει κατά την στάσιν εκείνην, πλείονες δ’ ίσως αυτών εν ταις επαρχίαις, όπου αι αυταί σκηναί επηκολούθησαν, απολήξασαι πανταχού εις την παντελή εξολό-θρευσιν αυτών. Τρεις ημέρας μετά την στάσιν, σουλτανικόν διάταγμα διέτασε την οριστικήν κατάργησιν των γενιτσαρικών ορτάδων, ανεθεμάτιζε τους στασιαστάς και διόριζεν ειδικήν επιτροπή, ίνα εκδικάσει τους επιζήσαντες εκ των ενόχων »
– Απ. Βακαλόπουλου « Ιστορία του Νέου Ελληνικού Έθνους », Τ. Στ. σελ. 296 – 297
« (…) Όλα αυτά[3] αναστατώνουν τον Μαχμούτ Β΄. Μέσα στην ψυχή του τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιγαντώνεται η επιθυμία του να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με το σώμα των γενιτσάρων και να εκδικηθεί τον θάνατο του Οσμάν Γ΄. (1754-1757) και του Σελίμ Γ΄. (1789-1807), που είχαν δολοφο-νηθεί ύστερ’ από ανταρσία αυτών των νέων πραιτοριανών. Συχνά τού έφερναν στο ιδιαίτερό του δωμάτιο το ματωμένο πουκάμισο του τελευταίου, εμπρός στο οποίο αναστενάζοντας έλεγε :
– “ Αχ ! αυτοί οι άθλιοι γενίτσαροι, εχάλασαν έναν τόσο νέο πατισάχ ! Αυτοί πρέπει να διορθωθούν με το σπαθί ! “.
Ο νέος γενιτσάρ αγάς πρόθυμος να εξυπηρετήσει τον σουλτάνο και να ξεκαθαρίσει το σώμα του από τους ταραχοποιούς, επιβάλλει αυστηρές ποινές, γκρεμίζει καφενεία και καταγώγια, όπου σύχναζαν, και φαίνεται αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη. Η τόλμη του, που είχε εντυπωσιάσει χωρίς να προκαλέσει αντίδραση έδειχνε ότι το τέλος των γενιτσάρων πλησίαζε » (…).
- Δημήτρη Καμπούρογλου « Ο Αναδρομάρης της Αττικής », εκδόσεις Καραβία 1996 (λογοτεχνία ) :
« Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος
Βρισκόμαστε στα 1687, στην Αθήνα. Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι Βεντσιάνοι τριγυρίζουν σαν τ’ αγρίμια στη χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, κοντά στην Αθήνα. Κανείς δεν πηγαίνει να προσκυνήσει…Μα, να, κάτω από της όμορφης εκκλησιάς το δρόμο κάποιος προβάλλει… Πάει κατά την εκκλησιά, στέκεται, γονατίζει σε έναν τάφο εμπρός και φιλεί το μάρμαρό του.
– Άμοιρε Αθηναίε, χορτάριασε του γονιού σου ο τάφος !
Ξάφνου από τα Τουρκοβούνια, κάποιος άλλος προβάλλει. Η αγρι-εμένη όψη του φαίνεται πιο άγρια μέσα στο σκοτάδι. Μα όσο πλη-σιάζει στην εκκλησιά κοντά, τόσο ημερώνει.
– Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι άγριε Γενίτσαρε;
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράμα να στέκεται από το κάτω μέρος. Βαθύ σκοτάδι και δε διακρίνει τι να είναι. Μα σε μια ξαφνική αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος. Ήταν Βενετσιάνος.
Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος. Βγάζει το χατζάρι και χύνεται καταπάνω του. Μα κι ο Βενετσιάνος δε χωρατεύει. Σκου-ντιούνται σαν τ’ αγρίμια και με τα πολλά έρχονται κοντά στον τάφο. Πετιέται ο Αθηναίος με το σπαθί στο χέρι και βρίσκεται μπροστά τους. Τραβηχτείτε από δω ! Δε… θ’ αφήσω να χυθεί αίμα ανθρώπινο στου πατέρα μου, του γέρο – Χωραφά τον τάφο! Γιατί μια φωνή από δυο στόματα ακούγεται : « Αδερφέ μου ! »
Ποιος το ’λπιζε, ο πρώτος, που μικρό παιδί τον πήραν οι Γενίτσα-ροι, ο δεύτερος, που παιδάκι τον ξαγόρασαν οι Βενετσιάνοι, και ο μικρός που τάχα στάθηκε πιο τυχερός, να σμίξουν, και σαν εχθροί στο πατέρα τους τον τάφο;
Βιβλιογραφία
– Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών, εκδ. 1974
– Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Έθνους, εκδ.1927
– Διονυσίου Κόκκινου « Η Ελληνική Επανάστασις », εκδ. 1956
– Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου « Ιστορία του Ελληνικού έθνους », εκδ. 1971
– Απ. Βακαλόπουλου « Ιστορία του Νέου Ελληνικού Έθνους »
– Δημητρίου Καμπουράκη « Το καζάνι των γενιτσάρων », news IT
– Δημ. Γρ. Καμπούρογλου « Ο Αναδρομάρης της Αττικής », εκδ. 1996
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι γενίτσαροι είχαν δημιουργήσει αναμεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
[2] . Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών, Τ., Ι Α , σελ. 110.
(σ.σ. Ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής υπηρέτησε ως Σουλτάνος από το 1520 έως το 1566. Σπούδασε μαθηματικά, ιστορία, λογοτεχνία, θεολογία και στρατιωτικές τέχνες. Παντρεύτηκε τη χριστιανή Ρωξελάνη (Χιουρέμ) και μαζί της απόκτησε πέντε αγόρια ).
[3] . αυτά : (σ.σ.) Εννοεί τις δυο μεγάλες πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη κατά τις οποίες αποτεφρώθηκαν σπίτια, καταστήματα, τζαμιά, δυο στρατώνες, το χυτήριο κανονιών και ολόκληρες συνοικίες, αφήνοντας χιλιάδες οικογένειες χωρίς στέγη και προσθέτοντας ένα ακόμα πρόβλημα στην κυβέρνηση της Τουρκίας. Επειδή, κατά μια παλιά πρόληψη, οι Τούρκοι απέδιδαν τις πυρκαγιές στην ανικανότητα των μεγάλων βεζίρηδων, ο Σουλτάνος απέλυσε αμέσως το μεγάλο Βεζίρη. Σύμφωνα όμως με άλλες ιστορικές πηγές, τις πυρκαγιές αυτές τις προκάλεσαν οι γενίτσαροι σ’ αντιπερισπασμό του Σουλτάνου…
More Stories
Αφιέρωμα: Ο λήσταρχος Γιώργος Κιάμος (Γ. Τζώρτζης) 2ο μέρος
Άνοιγμα της «Παραμυθούπολης» στην Παραμυθιά την Παρασκευή
Σε δήμο Σουλίου και Φιλιατών διακοπές ρεύματος