paramythianews

Nέα από δήμο Σουλίου – Θεσπρωτία – Ήπειρο

Αρχική » Αφιέρωμα: Τα τσιμενταύλακα για  το πότισμα των κήπων στην Κάτω Βέλλιανη

Αφιέρωμα: Τα τσιμενταύλακα για  το πότισμα των κήπων στην Κάτω Βέλλιανη

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Τα τσιμενταύλακα για  το πότισμα των κήπων στην Κάτω Βέλλιανη

Τα τσιμενταύλακα  στη Κ. Βέλλιανη   αντικατέστησαν  τα χωματαύλακα ,  δημιούργησαν καινούριους κήπους, αύξησαν την παραγωγή των κηπευτικών  και την  ποσότητα του νερού (;) και κάλυψαν, σχεδόν, όλη την καλλιεργήσιμη έκταση αυτής. Η δε κατασκευή τους εξαρτιόνταν πάντα  από τις  πιστώσεις (επιχορηγήσεις) που δίνονταν από διάφορες πηγές.

Συνοπτικά

Το πρώτο τσιμενταύλακο άρχισε από την πηγή του Πλατανάκη και έφθασε μέχρι την πηγή Βουτρά. 

Το δεύτερο από την πηγή του Βουτρά μέχρι τα Kακούρια.

Το τρίτο από το  παλιό σπίτι  του Τσίλη Ντάγκα  μέχρι το συνοικισμό των Παπαφωταίων

Το τέταρτο από τις λεύκες  του Τσίλη Γιάννη μέχρι τα Χαλίκια.  

Το Πέμπτο από τη δέση στο μεγάλο Λιθάρι (Πέτρα), μέχρι το μισό Ξερκό του Χρήστο Παπά (παπαφώτη), αργότερα των γαμπρών του Αλληγιάννη Δημητρίου και Μάρκου Σερίφη.

Η παραπάνω συνοπτική σειρά της κατασκευής των τσιμενταύλακων της Κ.Β. δεν έχει καμία σχέση με τη χρονική κατασκευή αυτών, αλλά με την εδαφική θέση των κήπων της.

Παραστατικά στοιχεία για την κατασκευή των τσιμενταύλακων της Κ. Β. βρίσκονται στα Πρακτικά των συνεδριάσεων του κοινοτικού συμβουλίου της, τα οποία το 1998 με την ένωση των Κοινοτήτων του Δήμου Παραμυθιάς, έχουν μεταφερθεί στο Δημαρχείο της. 

Εργολάβοι

Ο Γιωτάκης (Γιαννιώτης), ο Χαρίσης Ευαγγέλου Παπαφωτης (Βελλιανίτης) και ο Δήμος Σπύρου Μουσελίμης ( Παραμυθιώτης). Ί.κ.ά.

Η έγκριση της πρώτης πίστωσης (επιχορήγησης)

Με την  έγκριση της πρώτης πίστωσης, προκειμένου να κατασκευαστεί το  τσιμενταύλακο από την πηγή του Πλατανάκη μέχρι την πηγή Βουτρά,   στο μαγαζί του Θωμά Μπίκα (πατέρα του Τάκη Μπίκα (συνταξιούχου αρχαιοφύλακα)) ανάμεσα στους Βελλιανίτες διεξήχθη  η παρακάτω συζήτηση  : 

–  Τώρα, είπε ο Θωμάς, η Βέλλιανη θα γίνει παράδεισος. Οι κήποι θα χορταίνουν νερό κι οι γυναίκες μας δε θα προλαβαίνουν να βάζουν κηπευτικά και να τα πουλάν στην Παραμυθιά.

–  Καιρός ήταν να μας δώσουν κι εμάς τρίμματα, τού απάντησε ο Μήτσιος.

–   Θα σταματήσουν και τα μαλώματα[1], συμπλήρωσε ο Αγροφύλακας, φοβούμενος μήπως τώρα χάσει τη δουλειά του.

–   Δίκιο έχεις, συμπλήρωσε ο Θωμάς. Πόσοι χωριανοί μας δεν πιάστηκαν στα χέρια πάνω στην τσακίστρα, επειδή έφευγε λίγο νερό.

–    Ξεχάσατε πόσες μέρες κάθε άνοιξη σκάβαμε τα αυλάκια και πιάναμε και τις δέσεις; Τώρα  θα σταματήσουν αυτά, τούς είπε ο Σωτήρης.

–   Τώρα θά ’χουμε νερό, είπε ο Κώστας. Γιατί με το τσιμενταύλακο, όσο νερό θα μπαίνει στο αυλάκι, αυτό θα φτάνει και στους κήπους μας.

–   Όπου ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι, είπε ένας γέρος, ο οποίος δεν αγαπούσε το τσιμέντο, γιατί το παιδί του έριξε στο σπίτι πλάκα.  Καλό είναι το τσιμέντο, συνέχισε, αλλά εγώ που το έχω πάνω από το κεφάλι μου, τα βράδια του καλοκαιριού δεν μπορώ να κοιμηθώ από τη ζέστη. Όλη τη ζέστη της μέρας θα την τραβάει το τσιμέντο του αυλακιού και να δούμε τελικά  πόσο νερό θα χάνεται στο αυλάκι και πόσο θα φτάνει στους Παπαφωταίους και στου Ζώτου, που είναι στον πάτο του χωριού. 

Το  πρώτο τσιμενταύλακο

Το πρώτο τσιμενταύλακο στη Κ. Βέλλιανη κατασκευάστηκε το 1959 επί προεδρίας του Μήτρο Λώλου και  το τελευταίο το 1966 με πρόεδρο τον Τσίλη Γιάννη (Μπίκα).

(1)  Το βάθρο  στις ελιές του Σιούρου στη μορφή που ήταν περίπου τα πρώτα χρόνια της κατασκευής του (1959).
Πάνω του διακρίνεται το τσιμενταύλακο της πηγής Πλατανάκη που  περνούσε στην απέναντι όχθη του Λάκκου της Γαλατσίδας, την πλαγιά του Κεφαλά .
Η φωτογραφία (2017) ανήκει στο Δημήτρη Κωνσταντίνου Λώλο, Διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας Παραμυθιάς, ο οποίος είχε τη φαεινή ιδέα, παρά τη μακρινή απόσταση από την Κάτω Βέλλιανη και το δύσκολο της διαδρομής, να μεταβεί πεζή στο Σιούρο, να φωτογραφίσει το εν λόγω βάθρο με το διερχόμενο τσιμενταύλακο και στη συνέχεια τις φωτογραφίες να τις αναρτήσει στο FACEBOΟK  ΒΕΛΛΙΑΝΗ,  για να τις βλέπουν  και οι νεώτερες γενιές  των συγχωριανών του ανεξάρτητα που κατοικούν….
Τη φωτογραφία επιμελήθηκε ο Καρυωτίτης  Κωνσταντίνος Γεωργίου Τάχιας. 

(2) Η παρούσα φωτογραφία  είναι ίδια με τη φωτογραφία (1) της προηγούμενης σελίδας,  απεικονίζει  την πραγματική (γνήσια) κατάσταση του βάθρου το 2017,  και  ανήκει στο Δημήτριο Κωνσταντίνου Λώλο (ό.α.)

Η πορεία του

Το τσιμενταύλακο  άρχισε από την πηγή του Πλατανάκη, αφού την υδρομάστωσαν.  Πέρασε το μονοπάτι που ανέβαινε παλιά στη γράβα της Αυγέρως[2], διέσχισε στη συνέχεια όλη την πλαγιά του Κεφαλά και,   όταν έφθασε στο Λάκκο της Γαλατσίδας, τον  πέρασε στηριζόμενο πάνω σε δύο βάθρα, που έμοιαζε με  « γιοφύρι ».  Το  « γιοφύρι » αυτό, ενώ έχει πέσει σε αφάνεια, σκεπασμένα τα δυο του βάθρα  εν μέρει από πλατάνια, κισσάρια, και άλλους θάμνους,  ο Δημήτριος Κωνσταντίνου Λώλος, Διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Παραμυθιάς, είχε την έμπνευση να αναρτήσει φωτογραφίες του στο FACEBOΟK  ΒΕΛΛΙΑΝΗ, κάνοντάς το έτσι γνωστό στις νεότερες γενιές της γενέτειράς του. (Βλέπ.  τις φωτογραφίες 1, 2 , 3 και 4  που τραβήχτηκαν  το έτος 2017)

Μετά το τσιμεντένιο  « γιοφύρι » το τσιμενταύλακο συνέχισε την πορεία του στην ισιοτοπιά, καλυπτόμενη τότε από το φυτό Φτέρη.   Κοντά στη ελιά του Φάταγα  κατέβηκε ένα μικρό τσιουμπάρι (υψωματάκι ( κλίσης  περίπου 70 %), ενώ στην ελιά του Κώστα Παπαφώτη, ευρισκόμενη πλησίον της πηγής του Βουτρά, όπως ανεβαίνουμε,  έκανε μια απότομη στροφή, μικρότερη της τεθλασμένης γωνίας, όπου εδώ στο παιχνίδι[3] που είχαν αυτοσχεδιάσει τα παιδιά, το νερό, κατεβαίνοντας με ταχύτητα ως χείμαρος σε μεγάλη νεροποντή, τα πετούσε έξω του αυλακιού, χωρίς όμως να τραυματίζονται, γιατί για στρώμα είχαν φρέσκα κλαδιά από σκίντα.

(3)   Διακρίνονται :
– Το τσιμενταύλακο της πηγής του Πλατανάκη πάνω από το Λάκκο της Γαλατσίδας.  
–  Ο πλάτανος που με τα κλαδιά του  αγκαλιάζει το τσιμενταύλακο, λες και  θέλει να το προφυλάξει από τις άσχημες καιρικές  συνθήκες, δείγμα καλής γειτονίας. .
–  Κάτω να κυλάει το λιγοστό νερό του Λάκκου τ. Γ. .
–  Δεξιά  το βάθρο προς την πλευρά της πλαγιάς   του Κεφαλά[4].
(3) Η φωτογραφία  στη γνήσια μορφή της  το 2017, ανήκει στο Δημήτριο Κωνσταντίνου Λώλο (ό.α.)

(4)  Το τσιμενταύλακο της Πηγής του Πλατανάκη στο Σιούρο  πάνω από το Λάκκο της Γαλατσίδας στη γνήσια μορφή του το 2017.
 Όσα λέει μια φωτογραφία, δε λένε χίλιες λέξεις.
 Κι όσα λέει η πραγματικότητα δεν λένε χίλιες φωτογραφίες  
Η φωτογραφία  ανήκει στο Δημήτρη Κωνσταντίνο Λώλο (ό.α.)

Το  δεύτερο τσιμενταύλακο

Το δεύτερο τσιμενταύλακο στη Βέλλιανη κατασκευάστηκε μετά το  1960.  Η κατασκευή του άρχισε από την πηγή Βουτρά, αφού υδρομαστώθηκε  και  οικοδομήθηκαν  και δύο αυλάκινα τσιμεντένια γιοφύρια.  Το ένα πλησίον της πηγής ώστε σε περίπτωση συνεχών βροχοπτώσεων, να διέρχονται κάτωθεν αυτού τα νερά με τα μεταφερόμενα υλικά, που κατήρχονταν  από το Καμινελέκι και  τα Παλιόραγκα και το δεύτερο, εκατό περίπου μέτρα πιο κάτω, για τα νερά που θα κατέβαιναν από  τα Αμπόλια.  

Η πορεία του τσιμενταύλακου

Η πορεία του εν λόγω τσιμενταύλακου ήταν μέχρι το Λιθάρι της Δέσης (Πέτρα)  παράλληλη του παλαιού χωματαύλακου, αλλά σε ψηλότερο προς την πλαγιά της Φτέρης[5] σημείο.  Εδώ ο εργολάβος με εργάτες από τη Βέλλιανη και τα γύρω χωριά έκοψε και ξερίζωσε τις σκάρπες και τους άλλους θάμνους, ανοίγοντας « ένα δρόμο » πλάτους περίπου δύο μέτρων. Στο λιθάρι που βρισκόταν πάνω από τις λεύκες του Γκέλη Παναγιώτη,  επειδή η διέλευση του τσιμενταύλακου ήταν αδύνατη, με φουρνέλα έκοψε το κάτω μέρος του και κτίστες ανύψωσαν τοίχο στέρεο,   ώστε έτσι κατέστη εύκολο το πέρασμά του. Στη συνέχεια η διάνοιξη πέρασε το μεγάλο Λιθάρι (Πέτρα), μπήκε μέσα στον κτήμα  του Γκέλη Παναγιώτη,  και, προτού  εισέλθει στο τελευταίο προς ανατολάς  πεζούλι του κτήματος του  Σπύρο Λώλου, κάτω από το Κιβούρι, το  βάθος του έφθασε περίπου 1,50 μ.. Τέλος, αφού  πέρασε το χωράφι των Μπικαίων της Ραχούλας, κατέληξε στα Κακούρια της Φωτω – Γιάνναινας

Ο εργολάβος αφού τελείωσε τη διάνοιξη, έβαλε πασσάλους πάνω στους οποίους πέρασε ράμμα (ειδική κλωστή) και, αφού το  αλφάδιασε, δίνοντας και την ανάλογη κλίση,  το  κάρφωσε, γιατί στο ύψος αυτό θα έφθανε ο πάτος του τσιμενταύλακου,  επί του οποίου θα περνούσε το νερό.

Το τσιμενταύλακο κατασκευάστηκε, με πλάτος περίπου 40 εκ.  και ύψος   20 εκ.  και το πάχος των πλευρών του 0,8 εκ.. Πριν από το Λιθάρι της Δέσης (Πέτρα) δεξιά  άφησε την πρώτη τσακίστρα για το τσιμενταύλακο που θα πήγαινε στο Γάκη Ντάγκα..

Οι τσακίστρες

 Σε  κάθε τσακίστρα,   μπήκε συρταρωτή σιδερένια πόρτα, η οποία έκλεινε και άνοιγε τη ροή του νερού. Όταν ένας ιδιοκτήτης ήθελε να ποτίσει τον κήπο του έβαζε την πόρτα κατά μήκος του αυλακιού, και όταν ήθελε να το πάρει ο επόμενος, την έβαζε στο πλευρό του. Η εν λόγω πόρτα εφάρμοζε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε  η φυγή νερού, έστω και μικρής ποσότητας, ήταν αδύνατη.

Το νερό μπαίνει στο αυλάκι

Το νερό της πηγής του Βουτρά μπήκε στο αυλάκι  και άρχισε να κατηφορίζει κύματα, κύματα,  και θολό, γιατί παράσερνε μαζί του και τα υπολείμματα σκόνης τσιμέντου και άλλων μικρών υλικών.  Μαζί του « ταξίδευαν » ξυπόλυτα και τα παιδιά (αγόρια), τα οποία ένοιωθαν ειδική χαρά, τρέχοντας το ένα πίσω από το άλλο. Μάλιστα, μερικά είχαν φτιάξει και βάρκες από χαρτί, οι οποίες αρμένιζαν μαζί τους.  Όταν όμως πλησίασε πάνω από το Λιθάρι της Δέσης (Πέτρα),  η ταχύτητά του ελαττώθηκε. Και, φθάνοντας στο κτήμα του Γκέλη Παναγιώτη,  το τσιμενταύλακο γέμισε με νερό, με αποτέλεσμα,  από τα πλευρά του να χύνεται  μικρή ποσότητα, και να καταλήγει στο κηπάδιό του, ανατολικά και δυτικά .

Οι Βελλιανίτες στο μαγαζί του Θωμά

–  Γιατί χύνεται το νερό στο σπίτι του Γκέλη Παναγιώτη; αναρωτιόνταν στο μαγαζί του Θωμά οι Βελλιανίτες.  

–   Γιατί χύνεται; αντιρώτησε  ο Χαρίσης. Χύνεται,  επειδή τη νύχτα, πριν καλουπώσει ο εργολάβος και ρίξει το τσιμέντο,  κάποιος ή κάποιοι πήγαν τη νύχτα και κούνησαν τους πασσάλους, που κανόνιζαν την κατηφορική κλίση του αυλακιού. Καταλάβατε τώρα γιατί χύνεται το νερό;

–  Καταλάβαμαν, τού απάντησε ο Μήτρος. Αλλά, αυτός ή αυτοί που κούνησαν τους πασσάλους,  σκόπευαν σε  κάποιο συμφέρον.   

–   Ποιος παίρνει το νερό που χύνεται από το αυλάκι;  ρώτησε με δυνατή φωνή ο Λάμπρος.

–   Δεν το παίρνει, μόνο του χύνεται, του απάντησε ο Σωτήρης. Αν δεν το πάρει κανένας, θα πάει χαμένο στο λάκκο.  

–  Αυτός που παίρνει το νερό, πρέπει να πληρώσει για να ξαναγίνει σωστά το τσιμενταύλακο, συμπλήρωσε ο Μήτσιος.  

–  Αν όμως τους πασσάλους τούς κούνησαν τα παιδιά; ανταπάντησε χαμογελώντας ο Σωτήρης….  

Το τρίτο τσιμενταύλακο

Το δάνειο της τρίτης πίστωσης χρησιμοποιήθηκε για την επέκταση του τσιμενταύλακου, που είχε σταματήσει πάνω από το παλιό σπίτι του Τσίλη  Ντάγκα (πατέρα της Ελένης   και αργότερα σύζυγος του Κώστα Δημητρίου Λώλου ), και περίπου στο  σημείο  που βρίσκεται σήμερα εν ενεργεία η μεγάλη δεξαμενή ύδρευσης. 

Η πορεία του τσιμενταύλακου

Επειδή το τσιμενταύλακο που πήγαινε στα Κακούρια,  πιο κάτω από το Κιβούρι καταπλακώθηκε από τα υλικά που μετέφεραν τα όμβρια ύδατα από την Πλάκα και το Βαρκό  κατά τη διάρκεια του χειμώνα, περιέπεσε σε αχρηστία.  Γι’ αυτόν το λόγο, κατασκευάστηκε καινούριο, που ενώθηκε με το παλιό, πλησίον του κτήματος του Γάκη Γιώτη (Μπίκα). Κατερχόμενο τώρα δεξιά του κεντρικού δρόμου και παράλληλα από το παλιό σπίτι του Τσίλη Ντάγκα, λίγο πιο κάτω από την είσοδό του, υπήρχε τσακίστρα από την οποία πότιζε τον εκεί ευρισκόμενο κήπο. Συνεχίζοντας έμπαινε μέσα στο κτήμα του Ναστάση Μπίκα, δίπλα από τη σημερινή τσιμεντένια μάντρα του, και στο μέρος που συναντούσε το παλιό χωματαύλακο υπήρχε διακλάδωση με πόρτα.

Αριστερά το τσιμενταύλακο έμπαινε μέσα στο κτήμα του Σπύρο Λώλου και κατέληγε στην κορυφή του πρώτου πεζουλιού του Νικόλα Κούρτη (σήμερα του γιου του Ιωάννη) και σταματούσε προς το τέλος του.  (πληροφορίες :  Γεώργιος Νικολάου Κούρτη, συνταξιούχος ανώτερος αξιωματικός του στρατού ξηράς ). Ευθεία, μετά τη διακλάδωση του Ναστάση Μπίκα, έμπαινε    στο χωράφι με κήπο του  Τσίλη Ντάγκα, (σήμερα 1924, του Χρήστου Δημητρίου Λώλου ).  Στο τέλος του χωραφιού του Τσίλη Ντάγκα και στο σύνορο με το Μίχο Ντάγκα, έστριβε αριστερά και περνώντας τον κεντρικό δρόμο με υπόγεια γέφυρα εισερχόταν  στον κήπο της Λάμπρως (μάνας του Μήτρο Λώλου).  Στη συνέχεια κατέβαινε πίσω από το σπίτι του Χαρίση Μπίκα, και στις λεύκες ενώνονταν με το παλιό χωματαύλακο του μύλου του Τσίλη Γιάννη (ό.α.).Συνεχίζοντας τα χνάρια του παλιού χωματαύλακου, στη γωνία του κτήματος του Χαρίση Μπίκα υπήρχε διακλάδωση με τσκίστρα που αριστερά  πότιζαν τους κήπους τα αδέρφια Γιάννης και Κωνσταντίνος (Κώτσιος) Μπίκας, ενώ ευθεία πότιζαν τους κήπους  ο Γκέλη – Νάσιος (Αντωνίου) κι ο Σωτήρης με το  Θωμά Μπίκα (αδέρφια).   Στη συνέχεα κάτω από το  σπίτι του Θωμά Μπίκα ενώνονταν με το παλιό χωματαύλακο των Παπαφωταίων που ερχόταν από την ομώνυμη δέση.  Από το σημείο αυτό οι διαστάσεις του τσιμενταύλακου μέχρι το συνοικισμό των Παπαφωταίων ήταν μεγαλύτερες των προηγούμενων τσιμενταύλακων. 

(5) Αριστερά η Ελένη Ζώτου, (πωλήτρια)  το γένος Αθανασίου Αντωνίου,  με την Κασσιανή Σακαρέλη, σύζυγος του Γεωργίου Παπαναγνώστη στην αγορά της Παραμυθίας και στα  κρύα  της άνοιξης.  Για εξήντα (60) περίπου χρόνια, σύμφωνα με το γιο της το Βασίλη, πηγαινοέρχονταν φορτωμένη στην Παραμυθιά, πουλώντας διάφορα κηπευτικά και φρούτα, ανάλογα πάντα με την εποχή. Στη φωτογραφία διακρίνονται  άγρια  χόρτα, σέλινο, σαλάτες, μαϊντανό, μανταρόζι κ. ά. που δεν τα συνέλαβε ο φακός …  (πληροφορίες :Ηλέκτρα Ράπτη, σύζυγος του Ιωάννη Αναστασίου Μπίκα.
Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του γιου της Βασίλη (πρώην ναυτικού), που ζει με την οικογένειά του στη Νεράιδα (παλιά Μενίνα) του Δήμου Σουλίου.

Στο μέρος που πήγαινε ο δρόμος  για το σχολείο, κατασκεύασαν μικρή υπόγεια γέφυρα, για να περνούν οι μαθητές. Από εδώ το τσιμενταύλακο ακολούθησε το παλιό χωματαύλακο, και, μετά τη γεφυρούλα απέναντι από το σπίτι του Κώστα Παπαφώτη είχε διακλάδωση με πόρτα.   Ευθεία πήγαινε προς το κτήμα του  Χαρίση, του Παπαγάκη, του Φώτη και του Λάμπρου Παπαφώτη και  δεξιά περνούσε  στα κτήματα του Κώστα Παπαφώτη, του Παπαγάκη (μικρή λωρίδα) και σταματούσε στη μέση του χωραφιού του Παπαθαναση (Παπαφώτη). Από εδώ, με χωματαύλακο πότιζαν τους κήπους,  ο Αριστοτέλης Μπίκας, ο Κώτσιο Κούρτης (σήμερα ο γιος του Τάκης) , ο Ναπολέων  με τον  Ιωάννη Μπίκα (αδέρφια) και η Ελένη Ζώτου, το γένος Αθ. Αντωνίου και σύζυγος του Δημητρίου Ζώτου.

Το πότισμα του κήπου της οικογένειας του Γκέλη Σπύρου (Γεωργίου)

Μετά  τέλος  του τσιμενταύλακου, που πήγαινε στο συνοικισμό των Παπαφωταίων και συγκεκριμένα του Παπαγάκη, με χωματαύλακο έπαιρνε το νερό ο Γκέλη Σπύρος (Γεωργίου), με καταγωγή από το Λαμποχώρι, βόρειο συνοικισμό του Προδρομίου, συνορεύων με την κοινότητα της Βέλλιανης.  

–  Η Γιαννούλα του Μήτρο Λώλου, σύζυγος του Σπύρου Ε. Γεωργίου.

Ο πεθερός μου ο Γκέλη Σπύρος (Γεωργίου) έπαιρνε το νερό για το πότισμα του κήπου του, που είχε στη Βροσπούλα,  με χωματαύλακο, το οποίο άρχιζε  από το  σημείο  που σταματούσε το τσιμενταύλακο στον κήπο του Παπαγάκη.  Και, για το νερό αυτό, θυμάμαι την πεθερά μου, που μού  έλεγε  :

« Η   Παπαγάκαινα,  ήταν χρυσή γυναίκα.   

Γκέλνα, πάρτε το νερό, της έλεγε, νωρίτερα από την κανονική ώρα.  Εσείς είστε μακριά και, επειδή δεν έχετε τσιμενταύλακο, το νερό για να φτάσει μέχρι  τον κήπο σας,  χάνεται πολύ και  θέλει αρκετή ώρα ».

Το πότισμα των Κήπων δυτικά του Κοινοτικού Γραφείου

Από την αποθήκη του Κώστα Παπαφώτη ξεκινούσε χωματαύλακο, το οποίο περνούσε αριστερά του δρόμου στην αμμούδα και έφτανε στον Πλάτανο, του  Τάκη Στέφου ( Στεφάνου) (σήμερα των παιδιών του Περσεφόνηςσύζυγος του Δημήτρη Σιουλβέγκα και του Κωσταντίνου, συνταξιούχος καθηγητής της Δευτεροβάθμιας Εκπ.).

Από το χωματαύλακο αυτό πότιζαν τους κήπους, ο Χαρίσης Μπίκας (ό.α.) και ο Τάκη Στέφος (ό.α).  Μάλιστα ο Τάκη Στέφος, επειδή το χωματαύλακο κατέβαινε αριστερά του Λάκκου της Γαλατσίδας, για να περάσει το νερό απέναντι, έφτιαξε μία γέφυρα από πλατιές λαμαρίνες που στηριζόταν πάνω σε χοντρά ξύλα.

Το τέταρτο τσιμενταύλακο

Το τέταρτο τσιμενταύλακο, μικρής απόστασης, άρχισε από τις λεύκες του Τσίλη Γιάννη  (ό. α.) και έφθασε στα Χαλίκια.

Το πέμπτο τσιμενταύλακο

Η κατασκευή του πέμπτου τσιμενταύλακου άρχισε δεξιά από το Μεγάλο Λιθάρι (Πέτρα) όπου υπήρχε τσακίστρα. Κατέβηκε την απότομη κατηφόρα,  πέρασε το Λάκκο της Γαλατσίδας και  στη συνέχεια, αφού ακολούθησε τα χνάρια του παλιού χωματαύλακου, και διάβηκε πάνω από το Λάκκο του Γραβιά, έφθασε μέχρι τον Παλιόμυλο..

Η πορεία

Μετά τον Παλιόμυλο (ελιές Πουρί) διέσχισε τη Ράχη του Πάνου Χαλκιά  πάνω από το σπίτι του Παπαχρήστου ( Φιλίππου), πέρασε το ρέμα που κατερχόταν από τη Ντούρτα, διάβηκε το δρόμο που ανέβαινε στου Καβλεντζά,  και ευθεία  έφτασε στο Ξερκό.  ( ξερκό : το χωράφι που δεν ποτίζεται).

Με το πέμπτο τσιμενταύλακο πότιζαν τους κήπους  : 

Ο Παπαδημήτρης (Φιλίππου),  ο Γάκη Ντάγκας στα Μπουσιάκια, οι κληρονόμοι του Χρήστο Παπά (Παπαφώτη) (στα σπίτια της Βάβως Σωτήρη Γιώργαινας και της κόρης της Φώτος ), πιο κάτω η Γκέλω του Γιάννη Κούρτη (Σπυρο – Κούρτης), ο Χρήστος Σωτήρης (Ντάγκας) (αργότερα ο Παπακώστας, (ό.α.) δίπλα από κτήμα της Γκέλως του Γιάννη Κούρτη, ο οποίος  πότιζε επίσης και στα Μπουσιάκια που συνόρευε με τα Μπουσιάκα  του Γάκη Ντάγκα, στα Κολιολόντια ο Νικόλα Κούρτης και ο Νικόλα Μπίκας (γιος του Τσίλη Γιάννη) και  οι κληρονόμοι του Χρήστο Παπά (Παπαφώτη ό.α.) στο μισό Ξερκό, που βρίσκεται, πάνω από τα Καλιολιόντια και  δεξιά του δρόμου που πηγαίνει για το Καρυώτι και την Παραμυθιά, μέχρι το ρέμα στα Πεζουλάκια που κατέρχεται από τα Λιαρούτσια. Εδώ στο Ξερκό παλιά υπήρχαν συκιές, οι οποίες παρήγαγαν περιζήτητα νόστιμα σύκα, τσιαπελάτα και άλλων ειδών.

Τα μειονεκτήματα των τσιμενταύλακων

Τα τσιμενταύλακα δημιούργησαν προβλήματα κυρίως στους Βελλιανίτες, που κατοικούσαν στον Κάτω μαχαλά και στους Παπαφωταίους. Η αύξηση της ποσότητας του νερού, που είχαν προβλέψει πολλοί, όχι μόνο δεν επαληθεύτηκε, αλλά και λιγόστεψε,  καθότι  πολλοί Βελλιανίτες έπαιρναν νερό, κυρίως με κουβάδες, από το τσιμενταύλακο που περνούσε μπροστά στην αυλή των σπιτιών τους  και το χρησιμοποιούσαν για πότισμα ή για άλλες οικογενειακές τους ανάγκες.  Έκλειναν το αυλάκι σε ίσιο μέρος, ώστε να λιμνάζει, για να πλένουν τα ρούχα τους, ακόμα και τα χοντρά.  Έσπαζαν τις σιδερένιες πόρτες   με αποτέλεσμα σε ορισμένες τσακίστρες  να φεύγει λίγο νερό.

 Εξαιτίας όλων τούτων, στο μαγαζί της Βέλλιανης έγινε η  εξής συζήτηση :

–    Τώρα, είπε ο Λάμπρος, το νερό από το τσιμενταύλακο, δε  φτάνει ούτε για να ποτίσω  τις αγελάδες μου.

–    Πώς να σου φτάσει, του απάντησε ο Θωμάς, αφού το νερό περνάει μπροστά από τις αυλές  των σπιτιών και  οι χωριανοί μας  μέρα νύχτα ποτίζουν με τους κουβάδες τα δέντρα, τα ζώα και τους κήπους….

–   Αυτοί που κλέβουν το νερό και ποτίζουν, να πληρώσουν και τα δάνεια απάντησε ο Μήτσος.

–   Εγώ, συμπλήρωσε ο Λάμπρος, όταν θα έχω το νερό, θα γυρίζω πάνω κάτω όλο το τσιμενταύλακο. Κι αλίμονο, αν πιάσω κάποιον να μου παίρνει νερό, θα τον δέσω επί τόπου με τους κουβάδες και θα τον αφήσω εκεί δεμένο, μέχρι να έρθει ο Αγροφύλακας να τον λύσει.

Τα τσιμενταύλακα σταματούν τη λειτουργία τους

Τα τσιμενταύλακα λειτούργησαν περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1980. Μετά την κατάργησή τους,  οι Βελλιανίτες για το πότισμα των κήπων τους χρησιμοποίησαν τις βάνες, μοντέρνο σύστημα (;) και σήμερα κάνουν χρήση το νερό του Αχέροντα, που φτάνει μέχρι το σπίτι της Στάμως του  Σωτήρη Μπίκα  – συζύγου του Χρήστου Μιχαήλ ως και το νερό της ύδρευσης

Τα τσιμενταύλακα σήμερα

Από τα τσιμενταύλακα, σήμερα (2024),  σώζονται σε μερικούς κήπους  ορισμένα απομεινάρια τους σκεπασμένα με θάμνους και άλλα γήινα υλικά και σε άλλους έχουν εξαφανιστεί τελείως.

Στις περιοχές όμως έξω από την  Κ.Β., όπως στο Λιθάρι της Δέσης (Πέτρα) στην πηγή του Βουτρά, στην ελιά του  Φάταγα, στις ελιές  Σιούρου και στην Πλαγιά του  Κεφαλά  διατηρούνται σχεδόν σε καλή κατάσταση με μικρές ή μεγάλες παραμορφώσεις.  Κι αυτό γιατί ίσως, επειδή  μέχρι εδώ δε φτάνει το  ανθρώπινο χέρι.

Τα  πολλά νερά της Κάτω Βέλλιανης

Παλιά στην Κ. Βέλλιανη, πριν το 1930, με τα νερά των πηγών του Λάκκου της Γαλατσίδας λειτουργούσαν τέσσερις (4) αλευρόμυλοι και ένας (1) ταμπακόμυλος.  Μετά το 1940 λειτουργούσαν δύο (2) αλευρόμυλοι. Και σήμερα το 2024  οι λίγοι  Βελλιανίτες δεν έχουν ούτε  πόσιμο νερό. Όσο δε  για πότισμα των κήπων ή για τις άλλες οικογενειακές τους ανάγκες δεν πρέπει να γίνεται λόγος.  

Πληροφορίες  :

 Ο Αριστοτέλης Κωνσταντίνου Μπίκας,  Γραμματέας της Κοινότητας Βέλλιανης την εποχή που κατασκευάστηκαν ορισμένα από τα  τσιμενταύλακα, ο Δημήτριος Κωνσταντίνου Λώλος, ο Γεώργιος Νικολάου Κούρτης, ο Κωνσταντίνος Χαρίση Παπαφώτης, ο Ιωάννης Αναστασίου Μπίκας, ο Νικόλαος Χαρίση Παπαφώτης, ο Κωνσταντίνος Δημητρίου Λώλος,  η Γιαννούλα Δημ. Λώλου, η Ουρανία Ευαγ. Παπαφώτη – σύζυγος του Σπυρο – Λώλου, η Βάσω Ευαγγέλου Παπαφώτη – σύζυγος του Ιωάννη Νικολάου, ο Ιωάννης Νικολάου Κούρτης, η Ηλέκτρα Ράπτη – σύζ. Ι.Α.Μ.- , η Χριστίνα Νικολάου Γώγου, ο Κωνσταντίνος Χρήστου Στεφάνου, ο Βασίλειος Δημητρίου Ζώτος κ. ά.

                                                                              Μάριος Αναστασίου Μπίκας                                              


[1] . μαλώματα :  Προτού κατασκευαστεί το τσιμενταύλακο,  σε κάθε κήπο υπήρχαν περισσότερες από μια τσακίστρες, από τις οποίες  έτρεχε σκόπιμα (;) λίγο νερό. Το λίγο αυτό νερό γινόταν πολλές φορές αιτία για μάλωμα  μεταξύ αυτού που είχε το νερό του ποτίσματος και αυτού που ανήκε η τσακίστρα επειδή.

[2]Η Γράβα της Αυγέρως :   Η Γράβα της Αυγέρως βρίσκεται ανατολικά και σε μικρή απόσταση από το Σιούρο (Λακκιά ανάμεσα από την Πλαγιά του Κεφαλά και τα Χωράφια της Εκκλησιάς. Ονομάζεται Σιούρος επειδή εδώ παλιά οι Βελλιανίτες έβγαζαν  σιούρο,  άμμο,  για να κτίσουν τα σπίτια τους . Για την γράβα της Αυγέρως λέγεται ότι κάποτε ζούσε   σε αυτή  με τα ζώα της η Αυγέρω καιοι συγχωριανοί της ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή, μαχαιρωμένη.  Στην εν λόγω Γράβα και στα μέσα της δεκαετίας του 1930 είχε τα μαντριά του ο Κωνσταντίνος Θεοδώρου Μπίκας (πατέρας του Τέλη Μπίκα) και  την εγκατέλειψε, επειδή στην κατοχή οι Αλβανοτσάμηδες του πήραν τα 200 γίδια  που φύλαγε η μάνα του. Το 1945 ο Κ. Θ. Μπίκας όταν επέστρεψε από την Γερμανία, όπου είχε μεταφερθεί ως αιχμάλωτος πολέμου, έφτιαξε καινούρια   μαντριά στα Τζαφύρια, εκατό (100) μέτραδυτικά από το υπόστεγο που υπάρχει σήμερα πλησίον της Γράβας του Μπούλμου. Εδώ  μέχρι τις 15 Αυγούστου του 1940 είχε τα μαντριά  του  ο Γκέλη Φίλης, αδερφός του Στεφο – Φίλη (Στεφάνου).

 Στη συνέχεια στη Γράβα της Αυγέρως,  μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, έφτιαξε τα μαντριά του ο Μίχο Ντάγκας(Πληροφορίες : Χρήστος Μιχαήλ Ντάγκας (γιος του Μίχο Ντάγκα )

[3] . το αυτοσχέδιο παιχνίδι :  Τα παιδιά στις ελιές του  Σιούρου, και ακριβώς στο τέλος της ισιοτοπιάς, όπως  κατεβαίνουμε, έκλειναν το τσιμενταύλακο με χλωρά κλαδιά από σκίντα που άφηναν οι Βελλιανίτισες, όταν πήγαιναν για ξύλα (καυσόξυλα). Το νερό, μόλις γέμιζε το αυλάκι μέχρι το τέλος του  « γιοφυριού », σιγά, σιγά παρέσερνε τα κλαδιά,  πάνω στα οποία γρήγορα ανέβαιναν και κάθονταν τα παιδιά. Στη ρώτα, ορισμένα, όταν κατέβαιναν το απότομο τσιουμπάρι, έβγαιναν έξω του αυλακιού και έχαναν,  ενώ όποιο ή όποια παρέμεναν στη ροή, μετά την απότομη στροφή στην ελιά του Κώστα Παπαφώτη, κέρδιζαν.   

[4] . Η Γράβα του Κεφαλά :

΄Ονομα : Λέγεται ότι η  ονομασία της Γράβας του Κεφαλά οφείλεται σε κάποιον βοσκό ονόματι  Κεφαλάς, ο οποίος στάβλιζε   εντός αυτής  τα ζώα του και, όταν εγκατέλειψε τα επίγεια, άφησε το όνομά του, όχι μόνο στη Γράβα, αλλά και στην παρακείμενη μεγάλη Πλαγιά.

Θέση – μορφή : Η Γ. τ. Κ.  βρίσκεται βορειοανατολικά από το βάθρο της φωτογραφίας (1) και σε απόσταση περίπου εκατό (100) μέτρων, ευθεία, και μάλιστα  λίγα μέτρα μετά την απότομη ανηφόρα. Παλιά από την πλευρά του Σιούρου υπήρχε πλάγιο ειδικό μονοπάτι που ανήρχετο σε αυτή, περνώντας από μικρή πηγή ποσίμου ύδατος, που το νερό της ανάβλυζε μέσα από πούρινο  έδαφος.  Στα πόδια της  Γρ. τ. Κ. ρέει ρέμα, που κατά τη διάρκεια του χειμώνα κατέρχονταν με ορμή τα όμβρια νερά από τις Ποργιές και τα Καμίνια. Και, για να μην εισέρχονται εντός αυτής,  είχαν κατασκευάσει ξεροτοιχιά, της οποίας τα ίχνη  ήταν εμφανή στο τέλος της  δεκαετίας του 1950. Είναι  μακρόστενη, μικρών διαστάσεων, χωρίς στο μικρό βάθος της να υπάρχει κάτι το εντυπωσιακό. Ο  δε προσανατολισμός της σε επέκταση συναντά το Μπαρκάσι του γειτονικού χωριού  Πάνω Καρυώτι.

Στα τελευταία χρόνια, μέχρι περίπου το 1970, όταν  στην κάψα του καλοκαιριού έσκαζε ακόμα και ο τσίντζιρας,  που λέει και η παροιμία, σκάριζαν εντός αυτής  μόνα τους γίδια, πρόβατα και γελάδια.

[5] Φτέρη  :  η εν λόγω πλαγιά ονομαζόταν φτέρη, επειδή σε αυτή ευδοκιμούσε εν αφθονία το καταπράσινο φυτό φτέρη.  Τη φτέρη στη δεκαετία του 1950 τη χρησιμοποιούσαν για τη σκεπή στους φραντζιάτους ( τεχνικοί ίσκιοι ) και για στρώμα πάνω στην οποία  κοιμούνταν τα βράδια του καλοκαιριού έξω στην αυλή.

Θέλετε να μας στηρίξετε;

Μια δωρεά από εσάς μας είναι πολύτιμη. Χρησιμοποιήστε τον σύνδεσμο της paypal για ασφάλεια: