
Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα
Πώς γιόρταζαν παλιά στη Βέλλιανη το Πάσχα
Το Πάσχα, ή Πασχαλιά, ή Λαμπρή είναι για τους Έλληνες η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή. Αρχίζει από την Κυριακή των Βαΐων και τελειώνει την Κυριακή του Θωμά.
Πάσχα. Ημέρα αγάπης, ειρήνης, χαράς, αδελφοσύνης. Τα μίση παραμερίζονται και ξεχνιούνται και με το Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι δίνουν το φιλί της αγάπης.
Πάσχα, η μαγειρίτσα, τα κόκκινα αυγά, τα κουλούρια, ο οβελίας …
Αρχικά το Πάσχα δε γιορταζότανε την ίδια ημερομηνία σ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Η πρώτη Οικονομική Σύνοδος (325 μ.Χ.) όρισε να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου). Επίσης, όρισε ότι αν η πανσέληνος συμπίπτει Κυριακή να εορτάζεται την αμέσως επόμενη Κυριακή. Επειδή η πρώτη μέρα της πανσέληνου τοποθετείται μεταξύ της 5ης και της 8ης Απριλίου, το Πάσχα μπορεί να γιορταστεί στο διάστημα της 22ας Μαρτίου και της 25ης Απριλίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο[1]. Για να βρούμε τα χρονικά όρια μέσα στο οποία γιορτάζεται σήμερα το ορθόδοξο Πάσχα, πρέπει να προσθέσουμε 13 μέρες, δηλαδή τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο παλιό και στο νέο ημερολόγιο. Έτσι, βρίσκουμε ότι οι ημερομηνίες εορτασμού του Πάσχα κυμαίνονται από τις 4 Απριλίου ως τις 8 Μαΐου.
Το άσπρισμα των σπιτιών και το πλύσιμο των ρούχων
Λίγες μέρες πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα οι νοικοκυρές, ανεξαρτήτων καιρικών συνθηκών, καθάριζαν και άσπριζαν με ασβέστη ολόκληρο το σπίτι. Επίσης με ασβέστη άσπριζαν τους κορμούς των δέντρων, τα πεζούλια, τις καλύβες, το κοτέτσι και τους στάβλους. Όλα έπρεπε να ήταν κάτασπρα, να λάμπουν στον ερχομό της Λαμπρής
Επίσης τις ημέρες αυτές έπλεναν όλα τα ρούχα του σπιτιού, λιανά και χοντρά (βαλέντσες, φλοκάτες, κουβέρτες, κ.λ.π.) Ο ερχομός του Πάσχα έπρεπε να τα βρει όλα πεντακάθαρα. Παλιότερα, που δεν υπήρχαν τα πλυντήρια, όλα τα ρούχα τα έπλεναν στις βύρες (μεγάλες γούρνες) του λάκκου της Γαλατσίδας και η στενοχώρια τους ήταν, μήπως δεν κάνει καλός καιρός, για να λιαστούν (στεγνώσουν). Σήμερα μερικές νοικοκυρές εξακολουθούν να πλένουν ακόμα εκεί τα χοντρά ρούχα κι η εργασία αυτή είναι πολύ βαριά, « είναι θάνατος », όπως λεν. Γιατί, πρώτα τα βάζουν να μουσκέψουν κι ύστερα τα κοπανάν με τον κόπανο και τα τρίβουν σε μεγάλες πλακαρίδες. ΄Υστερα, αφού τα ξεβγάλουν, τα απλώνουν για να λιαστούν πάνω σε σκάρπες (μικρά πουρνάρια), σκίντα ή μεγάλες πέτρες.
Η Κυριακή των Βαΐων – η Δάφνη (Βάγια)
Την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων, Σάββατο, οι νύφες του χωριού, δηλαδή όσες είχαν παντρευτεί κυρίως τον τελευταίο χρόνο ή τα δυο τελευταία χρόνια, συνεννοούνταν και έκοβαν κλαδιά δάφνης, ένα ή δυο ζαλίκια από τη δάφνη[2] που ήταν στην Απάνω Βέλλιανη και ακριβώς στον κήπο της Γκέλως του Γιάννη Κούρτη, πιο κάτω από την κεντρική παλιά βρύση. Τη Δάφνη αυτή την πήγαιναν στην εκκλησία του Αη Γιώργη, τον ενοριακό Ναό, όπου κυρίως γυναίκες και παιδιά, την έκοβαν σε μικρά κλαδιά, τα Βάγια, τα οποία ο παπάς μετά τη Θεία Λειτουργία μοίραζε στους εκκλησιαζόμενους. Στη συνέχεια τα Βάγια τα πήγαιναν στο σπίτι του, όπου τα κρεμούσαν σε διάφορα μέρη, όπως στο ανώφλι της εξώπορτας ή στο εικόνισμα.
Η Μεγάλη Εβδομάδα και η Μεγάλη Παρασκευή
Η Μεγάλη Εβδομάδα, ή η Εβδομάδα των παθών του Χριστού αρχίζει από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν παλιά η πιο πένθιμη μέρα του ορθόδοξου Χριστιανισμού. Όλα πενθούσαν. Πενθούσαν για τη Σταύρωση του Χριστού. Γι’ αυτό φορούσαν μαύρα, ήταν κατηφείς και μέχρι την Ανάσταση δεν έτρωγαν απολύτως τίποτε, εκτός από ψωμί, ελιές και κρεμμύδια.
Τα αγόρια αμέσως μετά την πρωινή Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής χτυπούσαν συνεχώς την καμπάνα του Αϊ Γιώργη λυπητερά μέχρι το βράδυ. Το μεσημέρι τα κορίτσια του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο με πολλά λουλούδια που μάζευαν στα χωράφια ή έφεραν από τα σπίτια τους. Και το απόγευμα τον προσκυνούσαν οι μητέρες με τα παιδιά τους. Το κάθε παιδί, αγόρι ή κορίτσι, περνούσε σταυρωτά τρεις φορές κάτω από τον Επιτάφιο.
Η Ακολουθία του Επιταφίου
Πολλές εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Παρασκευή, τα αγόρια ασκούνταν στην εκμάθηση του Επιταφίου, δηλαδή των Εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής, ψάλλοντας με τη σειρά όλες τις στάσεις του. Στα σιάδια τ’ Αϊ Γιώργη όπου φύλαγαν τα ζώα τους ή έπαιζαν διάφορα παιχνίδια, μαζεύονταν καθ’ ομάδες, κυρίως τ’ απογεύματα και έψελναν μελωδικά, κάνοντας συνεχείς πρόβες. Τα εγκώμια τα διάβαζαν από μικρό φυλλάδιο « Ο Επιτάφιος Θρήνος », που κάθε αγόρι αγόραζε από τα βιβλιοπωλεία της Παραμυθιάς, του Θωμά Χρήστου ή του Αδάμ. Κι όταν ερχόταν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, όλο το χωριό ντυμένο στα μαύρα συγκεντρωνόταν στη μικρή εκκλησία του. Εκεί τα παιδιά χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και έψελναν απ’ έξω όλον τον Επιτάφιο. Ομάδες ψαλμωδίας, εκτός από τους ψάλτες, Απόστολο Ντούγια και Μήτρο παπά (παπα Δημήτρη (Φιλίππου), σχημάτιζαν και ο Γκέλη Ντούγιας, ο Νίκος Μπίκας, ο Τάκη Στέφος, κ.ά.

(1) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο ανιψιός μου Αναστάσιος (Τάσιος) Ιωάννη Μπίκας

(2) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Αναστάσιος Ιωάννη Μπίκας

(3) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Δημήτριος Κ. Λώλος (Διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Ηγουμενίτσας)

(4) Τη φωτογραφία μού την έστειλε ο Δημήτριος Κ. Λώλος (ό. ανωτέρω)
Μαρτυρία της Χριστίνας Νικ. Γώγου, συνταξιούχου Ληξιάρχου του Δήμου Σουλίου :
Παλιά στον ΄Αη Νικόλα της Παραμυθιάς στόλιζαν τον Επιτάφιο το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Εκεί υπήρχε ένας ξύλινος επιτάφιος πάνω στον οποίον οι γυναίκες έφτιαχναν γριλάντες με άσπρες μαργαρίτες και άλλα λουλούδια. Στη συνέχεια το βράδυ αυτό πολλές ηλικιωμένες, αλλά και νέες κοπέλες, κοιμούνταν μέσα στην εκκλησία.
Η περιφορά του Επιταφίου
Τα μεσάνυχτα, περίπου, γινόταν τρεις φορές η περιφορά του Επιταφίου γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Μπροστά ο Επιτάφιος που κρατούσαν τέσσερις άνδρες, και στη συνέχεια ακολουθούσε ο παπά – Χρήστος (Φιλίππου) και αργότερα ο παπα Γάκης (Παπαφώτης) μαζί με τους ψαλτάδες και όλο το εκκλησίασμα. Τότε δεν είχε έρθει ακόμα το ηλεκτρικό ρεύμα στη Βέλλιανη. Για το λόγο αυτό ο κάθε πιστός κρατούσε μια αναμμένη λαμπάδα για να βλέπει και να περπατάει στο ανώμαλο τοπίο με τους θάμνους και τις πέτρες. Στον τρίτο γύρω και μπροστά στην αυλή της εκκλησίας οι πιστοί έπαιρναν τα λουλούδια από τον Επιτάφιο, τα οποία πήγαιναν στα σπίτια τους και τα τοποθετούσαν πίσω από το εικόνισμα.
Η Ανάσταση
Στην Ανάσταση, που τότε άρχιζε στις 04.00 το πρωί, έπρεπε να παραβρίσκονται όλες οι οικογένειες του χωριού. Αν κάποια έλειπε, επειδή δεν ξύπνησε, ή είχε κάποιον βαριά άρρωστο, ο παπάς έστελνε κάποιον μέσα στη νύχτα και στο κρύο και την ξυπνούσε. Τότε δεν υπήρχαν ξυπνητήρια. Οι χωριανοί ξυπνούσαν με τον ήχο της καμπάνας, ο οποίος μέσα στην νύχτα ήταν διαπεραστικός ή με το γάβγισμα των σκύλων και τις φωνές των προσερχόμενων στην εκκλησία, οι οποίοι, όταν περνούσαν κοντά από ένα σπίτι και δεν έβλεπαν φως, φώναζαν δυνατά για να ξυπνήσουν.
Μετά την Ανάσταση οι πιστοί επιστρέφοντας στο σπίτι τους, όταν έφθαναν στην αυλή του, η μάνα με την αναμμένη λαμπάδα, σχημάτιζε στο ανώφλι της πόρτας του το σχήμα του Σταυρού.
Από την Κυριακή του Πάσχα και μέχρι την Ανάληψη του Χριστού χρησιμοποιούσαν για χαιρετισμό, αντί του Καλημέρα, το Χριστός Ανέστη, λαμβάνοντας ως απάντηση Αληθώς Ανέστη.

(5) Φωτογραφία : από το διαδίκτυο
Η Δευτέρα του Πάσχα
Τα αναδεχτούρια τη Δευτέρα του Πάσχα πήγαιναν στο νουνό τους το αρνί, το οποίο είχαν βάψει με κόκκινο χρώμα σε ορισμένα μέρη του σώματός τους, την κουλούρα με ένα κόκκινο αυγό στη μέση και διάφορα άλλα δώρα.
Η Περσεφόνη του Τάκη Στέφου – Σιουλβέγκα :
« Κάθε Πάσχα ο παππούς μου, ο Στεφο Φίλης (Στεφάνου), μάς έλεγε την παρακάτω ιστορία κι εμείς, κάθε φορά, την ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα » :
« Κάποτε ήταν ένας παππούς κι είχε ένα… εγγόνι (εννοούσε τον Κώστα) με το οποίο τη Δευτέρα του Πάσχα κίνησαν να παν στο νουνό τους τον Τσίλη Παναγιώτη (Μπίκα)[3]. Μέρες όμως έβρεχε και οι λάκκοι του Γραβιά και της Γαλατσίδας ήταν κατεβασμένοι και τους πέρασαν με δυσκολία. Πήγαν στο νουνό χωρίς να βραχούν, έδωσαν και πήραν, σύμφωνα με τα πασχαλιάτικα έθιμα, κι όταν έφυγαν και επέστρεφαν στο σπίτι τους, προσπαθώντας να περάσουν το μεγάλο λάκκο (το λάκκο της Γαλατσίδας), κάτω από το λιθάρι της δέσης, έπεσαν και οι δυο μέσα στο νερό και μαζί τους βράχηκαν και τα δώρα του νουνού, η πασχαλιάτικη κουλούρα, το κόκκινο αυγό κι όλα τ’ άλλα … »
Ο κουμπάρος
Ο κουμπάρος στεφάνωνε το αντρόγυνο, βάφτιζε τα παιδιά του, τα οποία τον φώναζαν νουνό και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και σεβασμού. Η βάφτιση του μωρού γινόταν στην εκκλησία και η μητέρα του έμενε στο σπίτι, όπου εκεί της ανακοίνωναν το όνομα. Το όνομα έδινε αποκλειστικά ο νουνός χωρίς καμιά συνεννόηση με το ανδρόγυνο. Για παράδειγμα ο νουνός μου, ο Ευάγγελος Κρυστάλλης, χάρισε σε όλα τα αναδεχτούρια του ονόματα τα οποία έχουν σχέση με το σόι του. Μάριος ονομαζόταν ο αδερφός του, ο οποίος πνίγηκε στο πηγάδι που ήταν κάτω από το παλιό Γυμνάσιο της Παραμυθιάς. ΄Αλλοι πάλι κουμπάροι έδιναν στο πρώτο αγόρι που βάφτιζαν το όνομα του παππού του, δηλαδή του πατέρα του πατέρα του. Και μ’ αυτή τη σκέψη, όταν σήμερα δε γνωρίζουμε το όνομα του πατέρα κάποιου ηλικιωμένου, ρωτάμε πως ονομάζεται το πρώτο παιδί του.
Διαβάζοντας τα παλιά δημοτικά τραγούδια διαπιστώνουμε ότι η δημιουργία της κουμπαριάς είχε και το χαρακτήρα των προσωπικών συμφερόντων, κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα. ΄Ετσι, π.χ. έχουμε βουλευτές, που για τη συλλογή ψήφων, αφειδώς βαφτίζουν, με αποτέλεσμα με το πέρασμα του χρόνου να μη γνωρίζουν τα αναδεχτούρια τους. Πολλές φορές, όμως, βαφτίζει κάποιος ένα μωρό, χωρίς να έχει στεφανώσει τους γονείς του. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, επειδή τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται ο κουμπάρος να βαφτίζει μόνο το πρώτο παιδί της οικογένειας. Τ’ άλλα τα βαφτίζει κάποιος άλλος.
Για τη βάφτιση ο νουνός αγοράζει πέντε λαμπάδες (μια για το μωρό, μια για τη μαμή, μια για το νουνό, μια για τον παπά και μια για την εκκλησία), ένα μπουκάλι λάδι, μια πετσέτα, ένα σαπούνι, άσπρο πανί για να τυλίξουν το μωρό και μπουμπουνιέρες. Επίσης αγοράζει για το αναδεχτούρι και τα φωτίκια (κουστουμάκι, κάλτσες, παπούτσια, σταυρό και μια λαμπάδα για να τη χρησιμοποιήσει το Πάσχα ).
Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι χριστιανοί βαφτίζονταν σε μεγάλη ηλικία, αφού πρώτα διδάσκονταν τις αλήθειες του χριστιανισμού. Σήμερα το ρόλο της κατηχήσεως του βαφτιζομένου αναλαμβάνει η οικογένεια, τα σχολεία και, σύμφωνα με την Εκκλησία, και ο ανάδοχος .
Τραγούδια για τον κουμπάρου
(1)
Το πίνει ο νούνος το ρακί
το πίνει, το πίνει
και στάλα δεν αφήνει.
Για πιέτο νούνε πιέτο
και ξαναγεμισέτο
(2)
Κέρνα νουνέ την τάβλα σου
να ζουν τ’ αναδεχτούρια σου.
Να ζήσουν να γεράσουνε
χίλια παιδιά να κάνουνε.
(3)
Κάτου στον άσπρο πόταμο
κυρή νουνός εδιάβανε
με τ’ άλογό του παίζοντας.
Κουμπάρες τον καρτέρεγαν
με τα παιδιά στα χέρια.
Σταυρούς κερνάει τα παιδιά
φλωράκια τις κουμπάρες.
Την κουμπαρούλα τη μικρή
φλωρένιο δαχτυλίδι.
(4)
Ώρα σου καλέ μου νούνε[4]
Κι άσε την ευχή σου πίσω
για να ζουν τ’ αναδεχτούρια
για να ζουν και να προκόψουν,
καλορίζικα να γένουν.
Προλήψεις και δεισιδαιμονίες
που έχουν σχέση με τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα
1. Αν κάποιος κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα πιει κρασί, θα πάθει κακό.
2. Αν κάποιος καψουλήσει (κάψει ελαφρώς) με τη λαμπάδα της Μεγάλης Πέμπτης ή της Μ. Παρασκευής τα γελάδια στην ουρά, το καλοκαίρι δεν τα τρώει ο κούκουρας (οίστρος)
3. Αν κάποια νοικοκυρά τη νύχτα της Λαμπρής έχει κλώσα, πρέπει την ώρα που χτυπάει η καμπάνα να τη σηκώσει. Γιατί αν δεν τη σηκώσει, θα ψοφήσει.
4. Αν κάποιος τσοπάνος την Κυριακή του Πάσχα τσουγκρίσει ή φάει αυγά, θα βγάλουν τα ζώα του μαγουλάδες.
5. Αν κάποιος την Κυριακή του Πάσχα αρμέξει ζώα, δεν κάνει να πιάσει αυγά.
6. Αν μια οικογένεια πενθεί, την Κυριακή του Πάσχα δεν κάνει να βάψει κόκκινα αυγά. Σ’ ορισμένα χωριά βάφουν μαύρα.
7. Αν κάποιος σφάξει το αρνί την Κυριακή του Πάσχα, θα πάθει κακό.
8. Αν το κόκκινο αυγό που κάνουν « Χριστός Ανέστη » δε σπάσει, το κρατάν για τυχερό.
9. Αν κάποιος έχει πάνω του λουλούδια από τον Επιτάφιο, δεν τον πιάνει το μάτιασμα. Γι’ αυτό και τα ράβουν στα ρούχα τους.
Μάριος Αναστασίου Μπίκας
[1] . παλιό ημερολόγιο : Παλιό ημερολόγιο ονομάζεται το Ιουλιανό ημερολόγιο, που καθιέρωσε ο Ιούλιος Καίσαρας το 46 π. Χ. και αργότερα το υιοθέτησαν όλες οι χριστιανικές χώρες. Το ημερολόγιο αυτό αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό ημερολόγιο και στην Ελλάδα καθιερώθηκε με νόμο τον Ιανουάριο του 1923. Η διαφορά του παλιού από το νέο ημερολόγιο ανήλθε τον εικοστό αιώνα σε 13 ημέρες.
[2] . Μια άλλη Δάφνη, που έκοβαν Βάγια, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Περσεφόνης (Φόνης) του Τάκη Στέφου (Στεφάνου) και αργότερα σύζυγος του Τάκη Σιουλβέγκα, υπήρχε ανατολικά του παλιού σπιτιού τους προς το λάκκο του Γραβιά.
[3] . Η κουμπαριά του Στέφο Φίλη με τους Μπικαίους του Φώτο Μπίκα είναι πολύ παλιά. Ο Παναγιώτης Μπίκας, ( πατέρας του Γκέλη, του Χρήστου, της Σόφως (συζύγου του Καρυωτίτη Χρήσου Κοκκίνη), του Βασίλη, του Γιάννη και του Κώτσιου ) είχε στεφανώσει το Στέφο Φίλη κι είχε βαφτίσει και στεφανώσει το γιο του, τον Τάκη (Χρήστο) (πατέρα του Κώστα Στεφάνου, συνταξιούχου καθηγητή της Μ. Εκπαίδευσης )
[4] . Τα τραγούδια 3 και 4 είναι από το βιβλίο του Σπ. Μουσελίμη « Ηπειρώτικος γάμος », Αθήνα 2000, σελ. 50 και 54
More Stories
Αφιέρωμα: Το Σάββατο του Λαζάρου
Αφιέρωμα Β΄ μέρος: Ραδιοφωνική ομιλία για Μάρκο Μπότσαρη
Αφιέρωμα. Ραδιοφωνική ομιλία: Μάρκος Μπότσαρης