paramythianews

Nέα από δήμο Σουλίου – Θεσπρωτία – Ήπειρο

Αφιέρωμα: Κάστρα της Θεσπρωτίας

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου – Αρχαιόλογος

Αφιέρωμα: Κάστρα της Θεσπρωτίας

Ήπειρος, το Β Δ διαμέρισμα της Ελλάδος. Μια περιοχή, που κατοικείται αδιάκοπα από την παλαιολιθική εποχή μέχρι σήμερα. Αν και κάπως απομονωμένη από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, εξαιτίας των απρόσιτων ορεινών όγκων που την περιβάλλουν, ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καίρια γεωγραφική της θέση ως προς την επικοινωνία με τα Επτάνησα, τη γειτονική Ιταλία, αλλά και το βορά. Η Ήπειρος αποτέλεσε την πύλη εισόδου των πρώτων ελληνικών φύλων, αλλά και τμήμα των δυτικών συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η κλειστή αυτή και κάπως δυσπρόσιτη θέση της συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία ενός ιδιότυπου πολιτισμού, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, με ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά αλλά και ποικίλες επιρροές, ο οποίος έχει μελετηθεί αρκετά συστηματικά.

Ένα από τα κυριότερα και μοναδικότερα χαρακτηριστικά του ηπειρώτικου χώρου και κατ’ επέκταση και πολιτισμού είναι η συνέχεια του από την εμφάνιση του κατά την παλαιολιθική εποχή και καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και μεγαλείου, όπου  και πρωταγωνιστούσε στα πράγματα της εποχής π.χ. το ελληνιστικό κράτος του Πύρρου και το βυζαντινό Δεσποτάτο της Ηπείρου.  Η παραπάνω άποψη αποδεικνύεται και από τις γραπτές πηγές, αλλά κυρίως από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ένας αδιάψευστος μάρτυρας, που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, είναι τα κάστρα, οι τειχισμένοι οικισμοί ή ακόμη και τμήματα τειχών, που στέκουν όρθια για αιώνες, φανερώνοντας την ιστορία τους. Έτσι, οικισμοί, που ιδρύονται κατά την αρχαϊκή ή κλασική εποχή συνεχίζουν να κατοικούνται ως την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ή ακόμη και ως τα νεώτερα χρόνια π.χ. Άρτα, με ελάχιστες ή μεγαλύτερες περιόδους παρακμής, χωρίς όμως να εγκαταλείπονται εντελώς.

Γενικά, στην Ήπειρο, όπου κυριαρχούσε για αιώνες ο νομαδικός τρόπος ζωής οι πρώτοι τειχισμένοι οικισμοί εμφανίζονται στην κλασική εποχή, μετά τον 5ο π.Χ. αι., πληθαίνουν εντυπωσιακά στον 4ο, οπότε αρχίζουν οι Ηπειρώτες να αναμιγνύονται στα πολιτικά πράγματα της Ν. Ελλάδος και συνεχίζουν να αυξάνουν στα ελληνιστικά χρόνια, με το Βασίλειο του Πύρρου, την επεκτατική πολιτική του και τα φιλόδοξα σχέδια του, τα οποία προκαλούσαν συνεχείς πολέμους. Παράλληλα, αρχικά η μακεδονική απειλή και αργότερα η ρωμαϊκή οδηγούν στην ενίσχυση και οχύρωση όλο και περισσότερων πόλεων και πολισμάτων. Η συνεχής κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων δεν σημαίνει και την ταυτόχρονη εγκατάλειψη των παλαιών, καθώς οι οχυρωμένες μεγάλες πόλεις της κλασικής περιόδου συνεχίζουν και τώρα να πρωταγωνιστούν και έτσι τα τείχη τους επισκευάζονται, ανανεώνονται, ενισχύονται και προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα της σύγχρονης πολεμικής τέχνης. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τα περισσότερα τείχη και οχυρώσεις καταστρέφονται ολοσχερώς, ενώ ελάχιστα, τα πιο απαραίτητα, επισκευάζονται και ανανεώνονται από τους Ρωμαίους, μόνο σε σημεία στρατηγικής σημασίας που εκείνοι θεώρησαν σημαντικά, ενώ νέα οικοδομούνται σπάνια. Αυτό συμβαίνει γιατί διακατέχονται από τη βεβαιότητα της απεραντοσύνης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της δύναμης του στρατού τους, η περιοχή δεν βρίσκεται κοντά στα σύνορα και δεν απειλείται άμεσα από εξωτερικούς κινδύνους, ενώ δεν ήθελαν να ενισχύσουν και τις δυνάμεις και την άμυνα των ντόπιων σε πιθανή προσπάθεια εξέγερσης τους. 

Ωστόσο, μετά την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την έναρξη της βυζαντινής εποχής αρχίζουν σφοδρές επιδρομές βαρβαρικών λαών από τα βόρεια, οι οποίες συνοδεύονται από εκτεταμένες καταστροφές, σφαγές και λεηλασίες. Η Ήπειρος, στα δυτικά σύνορα του Βυζαντίου, είναι εκτεθειμένη από παντού σε κινδύνους και κυρίως από το βορά, ενώ βρίσκεται πολύ μακριά από την πρωτεύουσα προκείμένου να την προστατέψει ο βυζαντινός στρατός και τέλος η νεοσύστατη αυτοκρατορία δεν έχει παγιώσει ακόμη το χαρακτήρα της, δεν έχει κατασταλάξει εδαφικά και βρίσκεται σε συνεχή αναβρασμό, ώστε εύλογα να αδυνατεί να προστατέψει επαρκώς όλες τις περιοχές της. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την ανάγκη των Ηπειρωτών για γρήγορη ενίσχυση της άμυνας τους και ταυτόχρονη προστασία τους. Έτσι, άρχισαν να ξαναχτίζουν τα γκρεμισμένα από τους Ρωμαίους τείχη της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου ή να τα επισκευάζουν ή να ενισχύουν τα ήδη υπάρχοντα με τα μέσα της εποχής τους. Στη συνέχεια, στα χρόνια της διακυβέρνησης του Ιουστινιανού και μέσα στα πλαίσια του φιλόδοξου έργου του για ανοικοδόμηση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, τειχίζεται και οχυρώνεται σημαντικά και η Ήπειρος. Ωστόσο και ο Ιουστινιανός εκτός από τα καινούρια κάστρα και φρούρια, που ιδρύει, επισκευάζει και αναπαλαιώνει και πολλά προγενέστερα ή οικοδομεί νέα με αρχαίο υλικό. Δυστυχώς, πολλά από αυτά παραμένουν αταύτιστα Οι θέσεις διατηρούνται οι ίδιες και συχνά οι καινούριες ακροπόλεις ιδρύονται πλησίον γνωστών αλλά εγκαταλειμμένων ή κατεστραμμένων αρχαίων οικισμών. Μετά την Ιουστινιάνεια περίοδο και ως το τέλος της βυζαντινής εποχής τα οχυρωματικά έργα στην Ήπειρο είναι ελάχιστα και συνίστανται κυρίως σε επισκευές. Νέα φρούρια ή ακροπόλεις ή τειχισμένοι οικισμοί δεν οικοδομούνται και μόνο κατά τον 10ο αι. επισκευάζονται και ανανεώνονται ολοκληρωτικά τα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας, πρωτεύουσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου από το Δεσπότη Μιχαήλ Β΄.

Έτσι, η μελέτη των βυζαντινών τειχών επάνω σε κλασικά θεμέλια δεν προσδίδει μόνο ξεχωριστό ενδιαφέρον, παρατηρώντας κανείς τις αλλεπάλληλες στρώσεις τόσων διαφορετικών αιώνων από τα κλασικά ως τα βυζαντινά χρόνια και εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα για την οχυρωματική και πολεμική τέχνη, την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, τα υλικά κ.α., αλλά και γιατί αποδεικνύει με βεβαιότητα τη συνέχεια κατοίκησης των θέσεων και τη μακραίωνη και ένδοξη ιστορία του ηπειρωτικού χώρου. 

Γαρδίκι Φιλιατών (Άγιος Γεώργιος) : Ελληνιστικό τείχος, που επισκευάζεται στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια και ενισχύεται με έναν πύργο.  

Δόλιανη (αρχαία Φανοτή) : Ο οικισμός τειχίζεται κατά την ύστερη κλασική ή πρώιμη ελληνιστική φάση, ενώ ένα νέο τείχος οικοδομείται κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή (4ος αι.)

Δυμόκαστρο (αρχαία Ελίνα): Οι οχυρώσεις του 4ου π.Χ. αι. επισκευάζονται, ενισχύονται και ξαναχρησιμοποιούνται στον 4ο μ.Χ. αι.

Κασνέτσι Φιλιατών : Ρωμαϊκό κάστρο με ευρήματα της πρώιμης βυζαντινής εποχής, που αποδεικνύουν τη συνέχεια χρήσης του.

Κούτσι ή Πολυνέρι: Κλασικό τείχος, στη Β Δ γωνία εντός του οικισμού οικοδομήθηκε μικρό τριγωνικό κάστρο κατά τη ρωμαϊκή εποχή με στρογγυλό πύργο, που συνεχίζει να χρησιμοποιείται και στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.

Αγ. Κυριακή – Πάργα (αρχαία Τορύνη) :  Ελληνιστικό τείχος, το οποίο σύμφωνα με υποθέσεις χρησιμοποιήθηκε και στη ρωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή εποχή, πάνω στα ερείπια του οποίου κτίστηκε το σημερινό ενετικό κάστρο της Πάργας.

Ουζντίνα : Ο οικισμός ιδρύεται και οχυρώνεται κατά την ελληνιστική εποχή, ενώ καταστρέφεται από τους Ρωμαίους. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο δεν υπάρχουν ίχνη κατοίκησης του, ξανατειχίζεται πάνω στα αρχαία ερείπια κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο στα πλαίσια της αμυντικής πολιτικής της αυτοκρατορίας κατά των Σλάβων, Αράβων και Φράγκων. Τα νέα αυτά τείχη με μικροεπισκευές θα  διατηρηθούν και κατά την ακμή του οικισμού στην υστεροβυζαντινή και πρώιμη μεταβυζαντινή εποχή.

Κάστρο Αγ. Δονάτου (αρχαία Φωτική) : Ελληνιστικό κάστρο, επάνω στο οποίο κτίζεται νέο κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Ιουστινιανού (6ος μ. Χ. αι.), στην προσπάθεια του για ανανέωση των τειχών της αρχαίας Φωτικής. 

Λυγιά (αρχαία Τορώνη): Το κλασικό κάστρο Β, που οικοδομήθηκε το 427 π.Χ. επισκευάζεται και ξαναχρησιμοποιείται στον 4ο μ.Χ. αι.

Θέλετε να μας στηρίξετε;

Μια δωρεά από εσάς μας είναι πολύτιμη. Χρησιμοποιήστε τον σύνδεσμο της paypal για ασφάλεια: