paramythianews

Nέα από δήμο Σουλίου – Θεσπρωτία – Ήπειρο

Αφιέρωμα: Οι αγελάδες του Γκέλη Παναγιώτη Μπίκα  

Του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Οι αγελάδες του Γκέλη Παναγιώτη Μπίκα  

Μικρή ιστορική ανασκόπηση

Η πρώτη άφιξη  των  Ιταλών στηΘεσπρωτία έγινε με την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στις 29 Οκτωβρίου 1940 από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα (Φυλάκιο Μαυρομάτη)  μαζί με  δύο  Αλβανικά τάγματα, ενώ η δεύτερη  στις αρχές  Μάη του 1941. Η συνεργασία τους και στις δύο αφίξεις με τους   Αλβανοτσάμηδες της Θεσπρωτίας,   ήταν σε όλους τους τομείς πολύ στενή. Την εποχή αυτή έλαβαν χώρα ενταύθα  συλλήψεις,  εκτελέσεις, βασανισμοί, επίταξη οικιών και ζώων,   και πυρπολήσεις χωριών. Εξαιτίας της κατάστασης αυτής,  σχηματίστηκαν οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες, όπως του Σπαθαριώτη Βασίλη Μπαλούμη, του Προδρομίτη Κώτσιο Νικόλα (Γεωργίου) κ. ά. 

Στα μέσα Ιουλίου του 1943 κατέβηκε από τη Γιουγκοσλαβία στην ΄Ηπειρο η Γερμανική 1η ορεινή Μεραρχία « Edelweiß[1] ». Η κάθοδός της είχε σκοπό αφενός μεν να εμποδίσει τυχόν απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων (΄Αγγλων και Αμερικανών) από την Ιταλία στα Ιόνια νησιά και στον ηπειρωτικό χώρο και αφετέρου να εξοντώσει τις αντιστασιακές οργανώσεις  ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και  ΕΔΕΣ, επειδή θα συνεργάζονταν μαζί τους.

Στις εννέα (9) Αυγούστου του 1943 Ναζί, Ιταλοί και Αλβανοτσάμηδες εκστράτευσαν εναντίον του φαναριού[2], εύφορη περί του Αχέροντα ποταμού περιοχή.  Έως τις δέκα τέσσερις (14) Αυγούστου οι τρεις κατά-κτητές  φόνευσαν, τραυμάτισαν, βίασαν γυναίκες, αιχμαλώτισαν και πυρπόλησαν τα εικοσιτέσσερα (24) χωριά του.

            Βελλιανίτες  ανατολικά της αυλής του Δημ. Σχολείου της Βέλλιανης.
 Από τα αριστερά :  Γκελη – Παναγιώτης (Μπίκας)  Νικο – Μπίκας (του Βασιλείου) Μάρκος Σερίφης, Γακη – Μπίκας (του Παναγιώτη),  Ιορδάνης από τα Γιάννινα, Ιωάννης Μπίκας (του Βασιλείου), Γιώργο – Ντάγκας (του Μιχαήλ), Μήτσιος Ζώτος και  Κωνσταντίνος Φιλίππου (καθιστός),αργότερα παπα Κώστας. 
(1)  Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Μάριου Αναστασίου Μπίκα

Στις οκτώ (8) Σεπτεμβρίου του 1943 η Ιταλία υπέγραψε οριστικά την παράδοσή της στους Αγγλοαμερικανούς.  Από τους διακόσιους τριάντα τρεις χιλιάδες (233.000) Ιταλούς στρατιώτες που βρίσκονταν την εποχή αυτή στην Ελλάδα, άλλοι προσχώρησαν στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ με όλον τον οπλισμό τους, άλλοι παραδόθηκαν στους Ναζί,  και  συγκρούστηκαν μαζί τους, όπως στην Κεφαλονιά, στην Κέρκυρα, στη Ρόδο, στη Σάμο κ. α., με αποτέλεσμα   να χάσουν  πολλές χιλιάδες τη ζωή τους.

Οι αγελάδες του Γκέλη Παναγιώτη Μπίκα

Βρισκόμαστε στα τέλη Αυγούστου του 1943. Στο αεροδρόμιο της Παραμυθιάς είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες ζώα,  όπως άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, αγελάδες, δαμάλια και αιγοπρόβατα.  Από τα ζώα αυτά, άλλα  χρησιμοποίησαν για τη διατροφή τους και άλλα, κυρίως τα φορτωτικά,  για τη μεταφορά τροφίμων και πυρομαχικών στις ορεινές περιοχές.

Αγγλικό στρατιωτικό αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Παραμυθιάς το 1941 (;).
Διακρίνεται η οροσειρά Κορύλας, οι σβάρες του Καρυωτιού ως και πολλά άλλα τοπωνύμια της Βέλλιανης και του Καρυωτιού.
Το αεροδρόμιο της Παραμυθιάς κατασκευάστηκε από τους Άγγλους, πριν από την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Και στη Βέλλιανη, επειδή είχαν προβλέψει τον πόλεμο αυτόν, είχαν κατασκευάσει σκηνές και  καταφύγια ανατολικά του δημόσιου δρόμου μέχρι την αμμούδα, όπου σήμερα βρίσκονται τα σπίτια του Αριστοτέλη Μπίκα και  του Κωνσταντίνου Χαρίση Μπίκα. Στις σκηνές αυτές λειτουργούσαν και ιατρεία, οι ιατροί των οποίων θεράπευαν τραυματίες Άγγλους και ΄Ελληνες, ως και ασθενείς από τον άμαχο πληθυσμό.   Λειτούργησε, κυρίως ως στρατιωτικό αεροδρόμιο, καθ’ όλη τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, από  τους Άγγλους, τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Εδώ, καταδιωγμένος από τους Γερμανούς,  προσγειώθηκε και το αεροπλάνο του βασιλιά Πέτρου της Σερβίας, πού ήταν παντρεμένος με την ελληνίδα πριγκίπισσα Αλέξάνδρα, κόρη του βασιλιά Αλέξανδρου. Προτού κατασκευαστεί το αεροδρόμιο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη Κωνσταντίνου Μπίκα, η έκτασή του είχε μοιραστεί το 1930 στους κατοίκους των γειτνιαζουσών  κοινοτήτων. Τέλος, το αεροδρόμιο της Παραμυθιάς στη δεκαετία του  1960, με βάση το σχεδιάγραμμα του 1930,  διανεμήθηκε στους  κατοίκους των κοινοτήτων  Βέλλιανης, Ξηρολόφου και Ραχουλιού.
(2)  Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Κωνσταντίνου Γεωργίου Τάχια

      Ο Γκέλης Παναγιώτης (Μπίκας) μετέβηκε στο αεροδρόμιο του χωριού του και με τη βοήθεια διερμηνέα κατόρθωσε να ανταλλάξει δυο ετοιμόγεννες αγελάδες, που είχαν οι Ναζί[3] για σφαγή, με δυο δικά του ζώα, μια στείρα αγελάδα κι ένα δαμάλι. Οι αγελάδες γέννησαν και με το γάλα τους ο Γκέλης έτρεφε την οικογένειά του.

Στο πρώτο μαγαζί του αείμνηστου Θωμά Μπίκα, κάτω από τη σκιά του γέρο Πλάτανου.
Από τα αριστερά : Ο Μητρο-Παπάς (Φιλίππου, λαϊκός και πρόεδρος της Βέλλιανης), ο  Χαριση – Μπίκας (;), οι αγροφύλακες Γιωργο–Μηνάς (Μούκας) και Νικολα-Σωτήρης (Αντωνίου), ο Γκελη-Παναγιώτης (Μπίκας), ο Νικολα-Κούρτης (όπισθεν, όρθιος), ο αγρονόμος Νικολα-Τσόνος, ο Μιχο-Ντάγκας, ο Γακη-Ντάγκας (όπισθεν), ο Μάρκο Σερίφης (όρθιος), ο Κωτσιο-Μπίκας, και ο Θωμα-Μπίκaς με το γιο του Τάκη. (πληροφορίες  Α.Μ.και Γ.Μ.)
(3) Η φωτογραφία είναι από το Αρχείου του Μ.Α.Μ.

   Είχαν περάσει περίπου δύο χρόνια από τότε που ο Γκέλης Παναγιώτης (Μπίκας) είχε από ανταλλαγή τις δυο αγελάδες, όταν κάποια μέρα ήρθε στο σπίτι του ένας Φαναριώτης  από το χωριό Χόικα, και με σοβαρότητα του είπε :

–  Οι  αγελάδες που βόσκουν στο χωράφι σου, είναι δικές μου. Μού τις άρπαξαν οι Γερμανοί στην καταστροφή του Φαναριού τον Αύγουστο του 1943 και τώρα που τις βρήκα, τις θέλω πίσω.

–  Εγώ αγαπητέ μου, τις αγελάδες αυτές δεν τις έκλεψα. Τις αντάλλαξα κανονικά, δίνοντας ένα βαρβάτο δαμάλι και μια στείρα αγελάδα. Εκτός όμως απ’ αυτό, την εποχή εκείνη οι αγελάδες ήταν έγκυες κι ήταν κρίμα από το Θεό να τις σφάξουν  και να τις φάνε. Φέρε μου πίσω τα ζώα  μου κι αμέσως θα πάρεις τις αγελάδες σου. Εγώ δεν θέλω αδικίες. ΄Εδωκα, πήρα. Για να ξαναδώκω πρέπει να ξαναπάρω.  ΄Ετσι, δεν είναι;

–  Εμένα τις αγελάδες μού τις πήραν οι Γερμανοί σε πόλεμο και τώρα που τις βρίσκω, έχουμε ειρήνη. Τι έκανες εσύ με τους Γερμανούς, εμένα δεν με νοιάζει. Γνώριζες κύριε ότι τα ζώα που ήταν στο αεροδρόμιο της Βέλλιανης, ήταν όλα κλεμμένα. Γι’ αυτό και μόνο, δεν έπρεπε να κάνεις καμιά ανταλλαγή. Η αποδοχή κλοπιμαίων απα-γορεύεται και από το νόμο τιμωρείται αυστηρά.

Ο Ευάγγελος Αποστόλου Ντούγιας  (Γκελη – Ντούγιας)
Η οικογένεια του Τολη-Ντούγια, πατέρα του Γκέλη (Ντούγια), σύμφωνα με την αείμνηστη Κωτσιωκούρταινα, έχει την καταγωγή της από το χωριό Βερενίκου των Ιωαννίνων. Γονείς του ήταν οι Βερενικιώτες  Βασιλη-Ντούγιας και η Μαρία.
(4) Η φωτογραφία είναι  από  το Αρχείο του Μ.Α.Μ.

      –  Όλα αυτά που μού λες πατριώτη, ισχύουν σε καιρό ειρήνης και όχι σε καιρό πολέμου. Σε ειρήνη οι Γερμανοί δεν θα σου έπαιρναν εσένα τις αγελάδες από τη Χόικα ούτε κι εγώ θα τις άλλαζα με τα ζώα μου στο αεροδρόμιο της Βέλλιανης. Το ότι όμως οι αγελάδες σου σήμερα ζουν και δεν έγιναν γερμανικά σκατά, όπως χιλιάδες άλλα ζώα, οφείλεται σε μένα. Και, για το λόγο αυτόν, θα έπρεπε τουλάχιστον να μου πεις ένα ευχαριστώ. Επειδή όμως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, εγώ σου προτείνω να μου κάνεις μήνυση και, αν το δικαστήριο βγάλει απόφαση να στις δώκω, είναι δικές σου. Αλλιώς, τις αγελάδες δεν τις παίρνεις πίσω

Πικραμένος έφυγε ο Φαναριώτης από την απάντηση του Γκέλη Παναγιώτη (Μπίκα) κι αμέσως τού έκανε μήνυση για κατακράτηση των δυο αγελάδων του. Η δίκη έγινε στην Παραμυθιά. Ο κατηγορούμενος για να αποδείξει ότι πράγματι τις αγελάδες τις αντάλλαξε με τα δυο ζώα του από τους Ναζί του αεροδρομίου του χωριού του, έφερε μάρτυρες το Βαγγέλη Ντούγια από τη Βέλλιανη και το Γιώργο Κοντό από το Καριώτι. Και το δικαστήριο, μετά από πολύωρη ακροαματική διαδικασία, αφού άκουσε με προσοχή τους μάρτυρες, τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο,  έβγαλε την εξής σοφή απόφαση :

 « Ο Φαναριώτης να πάρει τη μια αγελάδα και την άλλη να κρατήσει ο Γκέλης Παναγιώτη Μπίκας ».

΄Ετσι, καθένας τους έχασε  μόνο από ένα  ζώο. 

                                                                 Μάριος Αναστασίου Μπίκας


[1] . H 1η ορεινή Γερμανική Μεραρχία οφείλει το όνομά της στο  λευκό λουλούδι των ΄Αλπεων Edelweis.  Το σχήμα του, ομοιάζον με αστέρι,  είχε γίνει σήμα της,  το οποίο έφερναν  στις περικνημίδες και στα καπέλα οι στρατιώτες της.

[2] . α. Αθανάσιου Γκότοβου :  « Τσαμουριά », εναλλακτικές Εκδόσεις 2016, σελ. 35 κ.ε.

β.  Σπύρου Μουσελίμη : « Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία », Θεσ/νίκη 1976, σελ.82

[3]. Τον Οκτώβριο του 1944 οι Ναζί εγκατέλειψαν την Ελλάδα, αν και ο Β΄. παγκόσμιος πόλεμος τελείωσε οριστικά το Μάιο του 1945. Στον πόλεμο αυτόν έλαβαν μέρος εξήντα (60) κράτη και, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έχασαν  τη ζωή τους  εξήντα (60) εκατομμύρια άνθρωποι.  Μέσα στους νεκρούς αυτούς συγκαταλέγονται όχι μόνο οι στρατιώτες, αλλά και ο άμαχος πληθυσμός, που απεβίωσε εξαιτίας των ασθενειών, των κακουχιών και της πείνας.  

Θέλετε να μας στηρίξετε;

Μια δωρεά από εσάς μας είναι πολύτιμη. Χρησιμοποιήστε τον σύνδεσμο της paypal για ασφάλεια: